“Ναι, του κυρίου Δελαγράματικα; Καλημέρα αγαπητή Αντωνία, ο Χαρίλαος είμαι, πώς είσαι, πώς είστε; Πήρα να εκφράσω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια για την απώλεια του πατέρα σου·ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος κι ένας πολύ καλός γείτονας·να ζήσετε να τον θυμόσαστε. Το έμαθα σήμερα το πρωί και είπα να τηλεφωνήσω αμέσως. Υπομονή αγαπητή μου, ζωή σε σας…”

Σταμάτησε για λίγο την πρόβα του, ξανακοίταξε λίγο μέσα από τα γυαλιά της πρεσβυωπίας την αρχή από το σκονάκι, διάβασε πάλι χαμηλόφωνα την αρχή και στη συνέχεια με σταθερό χέρι έβγαλε από τη τσέπη του παντελονιού το κινητό εικοσαετίας· πληκτρολόγησε αργά και με πυγμή τα νούμερα και ολοκληρώνοντας, αφέθηκε να ατενίζει το μουσικό περίπτερο της πλατείας, όσο η άλλη μεριά της γραμμής κουδούνιζε.

Ξαφνικά, χαμήλωσε το πηγούνι:

“Ναι, του κυρίου Δελαγραμάτικα; Καλημέρα αγαπητή Αντωνία, ο Χαρίλαος είμαι, πώς είσαι, πώς είστε; Πήρα να εκφράσω τα ειλικρινή μου…”

Το τηλεφώνημα έφτασε μετά από λίγο στο τέλος του και βρίσκοντάς τον ικανοποιημένο.

Δεν είχε όμως τίποτα τελειώσει ακόμα.

Ελάχιστα λεπτά αργότερα:

“Έλα Βαγγέλη, τι γίνεται; Τα έμαθες; Ναι, ναι τρομερό, τρομερό. Επρόκειτο περί εξαίρετου ανθρώπου και πολύ καλού γείτονα, ναι, ναι, μόλις συλλυπήθηκα τους οικείους του, (ξαφνικά ανεβάζοντας το πάθος), εσύ ΠΟΥ ήσουν βρε χθες και σε περίμενα στο καφενείο, ΔΕΝ ντρέπεσαι, δεν μπορούσες να ειδοποιήσεις, μάλιστα, μάλιστα, αλλά όπου σου είχα πει σε ήθελα για κάτι σημαντικό, τέλος πάντων, ελπίζω να έρθεις σήμερα, α, ωραία, ωραία, άκουσέ με λίγο Βαγγέλη, εσύ μπορεί να ξέρεις, έχω στην κατοχή μου τριακόσιες δραχμές, σε κατοστάρικα του ’55-ναι ναι δραχμές, ξέρεις εσύ αν έχουν κάποια αξία, θέλω να τα δώσω, ναι, τρία ναι, ναι του 1955, σκέφτηκα ο Βαγγέλης θα ξέρει σίγουρα, α, δεν ξέρεις, μάλιστα, ποιος; Α, ο Σπύρος ναι, εντάξει θα τον πάρω, λοιπόν όπως είπαμε εμείς σε περιμένω το απόγευμα, μη μου τη σκάσεις πάλι, άντε ναι, ναι χαιρετισμούς.”

(Ο παρατηρητής εδώ αποσύρεται, ο ρόλος μου είναι αχρείαστος πλέον.)

“Έλα, καλημέρα, ε, εγώ έτσι πρωινός πάντα, τι κάνεις, πώς είναι η οικογένεια- μπράβο πάντα καλά, να σου πω Σπύρο μου, εσύ μπορεί να ενδιαφέρεσαι, έχω στην κατοχή μου τριακόσιες δραχμές, σε κατοστάρικα του ’55-ναι του 1955, ναι, τρία ναι, λοιπόν και θέλω να τα δώσω, έχουν κάποια αξία γνωρίζεις, θα σε ενδιέφεραν εσέν’-α, α, μ, ναι, α, ξέρεις έλεγα μήπως-α, δεν ενδιαφέρεσαι, α, δεν έχουν αξία, μάλιστα, ναι κατάλαβα, ναι θα ρωτήσω κι αλλού-ποιος; Ο; Ο Ισίδωρος; Αχ βρε Σπύρο δεν τά’μαθες, ο Ισίδωρος δεν είναι πια μαζί μ’-ναι, ναι προχθές τα ξημερώματα, στον ύπνο του, ναι, ε, μακάρι κι εμείς έτσι, τι να πω, ε όχι και τόσο, δυο χρόνια μεγαλύτερός μου, ναι, ναι είμαστε όλοι συντετριμμένοι, εγώ συλλυπήθηκα ήδη τους οικείους, ναι δεν γνωρίζω ακόμα, μόλις μάθω ναι θα σου τηλεφωνήσω, τέλος πάντων σ’ευχαριστώ Σπύρο μου, όχι, όχι προς Θεού, τος χαιρετισμούς μου στην οικογένεια, γεια σου, γεια.”

Παύση.

Κάτι παιδάκια μόνο που κάνουν ποδήλατο στην πλατεία.

Το παγκάκι έχει ησυχάσει από τα τηλεφωνήματα.

Μόνο ένας αναστεναγμός:

“Αχ βρε Ισίδωρε, ώρα που βρήκες να μας την κάνεις.”

Αυλαία.

 

 

 

 

 

 

Άφησε ένα σχόλιο