“Φάμπιο, Φάμπιο!”,
“Here!” ακούστηκε βροντερό το παρών κι ο σερβιτόρος με ικανοποίηση έτρεξε δυο τραπέζια παρακάτω αφήνοντας μια χωριάτικη, μια παστίτσιο και μια μερίδα χορτόπιτα στους -προφανώς- ιταλούς που τον περίμεναν ψημένοι από τον ήλιο και πεινασμένοι σαν βόδια. Στη συνέχεια εξαφανίστηκε πάλι στην κουζίνα.
“Κατερίνα!”
Έκανε ξανά την εμφάνισή του ασθμαίνοντας και στάζοντας ιδρώτα ιουλιάτικου μεσημεριού-αυτός ο ιδρώτας που γεννά και η απόγνωση να σερβίρεις ανθρώπους που έχουν βουτήξει στη θάλασσα κι εσύ είσαι αναγκασμένος να τη βλέπεις με το κυάλι.
Καμία απόκριση.
“Κατερίναααααααα!”
“Εδώ,εδώ”, φώναξε αλαφιασμένα μια μικρή ξανθιά που ήταν απασχολημένη να ολοκληρώσει το αλατισμένο φιλί που έδινε στο ταίρι της·έπεσε το σχετικό γέλιο και αφού ο σερβιτόρος παρέδωσε ένα ιμάμ μπαϊλντί, μια πατάτες τηγανιτές και μια χοιρινή, εξαφανίστηκε στα άδυτα του μαγαζιού, παραμερίζοντας τα κρόσια στην πόρτα.
Μού έκανε εντύπωση που ήξερε τα ονόματά τους αλλά δεν τα είχε συνδυάσει με πρόσωπα. “Εντάξει”, σκέφτηκα, “όλο το καλοκαίρι περνάει τόσος κόσμος είναι και η κούραση της δουλειάς, ένα μυαλό τό’χει”.
Πριν προλάβω να ξαναγυρίσω στο βιβλίο μου, ακούστηκε “Βαγγέεεεεεληηηη”, “έλα, έλα, έλα” τινάχτηκε μια παρέα που υποδέχτηκε αλαλάζοντας δυο μερίδες αθερίνα, τρεις μερίδες πατάτες, δύο χόρτα, μια παντζάρια, μια χωριάτικη, μια κολοκυθοκεφτέδες, μια κοφτό μακαρονάκι με χταπόδι κι ένα ντάκο. (Δεν είναι ότι έχω τόσο γρήγορο μάτι απλά κάθε φορά πριν ακουμπήσει ο σερβιτόρος πιάτο στο τραπέζι ανακοίνωνε τον τίτλο.)
Είχε αρχίσει να γουργουρίζει το στομάχι μου, όταν συνειδητοποίησα πως υπήρχε περίπτωση να έχουν ξεχάσει την παραγγελία μου, τα γεμιστά μου, γιατί δεν με ήξεραν, είχα φτάσει σήμερα στο ξερονήσι, μόνος,δεν είχα πιάσει κουβέντα με κανέναν, είχα στήσει τη σκηνή μου, είχα κάνει μια βουτιά κι είχα έρθει να φάω.
“Τζωωωωων!”
“Yes, yes” φώναξε το παρεάκι των ξένων καθώς έκανα μια απέλπιδα προσπάθεια να τραβήξω την προσοχή του σερβιτόρου, σηκώνοντας διακριτικά το χέρι. Ήθελα να τού πω κι εγώ ποιος είμαι, αλλά δεν πρόλαβα γιατί εξαφανίστηκε πάλι στην κουζίνα, έχοντας παραδώσει ψάρι πλακί, αρνάκι με πατάτες φούρνου και μια μελιτζάνες παπουτσάκι.
Πριν προλάβω να απογοητευτώ, επανεμφανίζεται δριμύς κι έρχεται καρφί πάνω μου·με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση άφησε στο τραπέζι τα γεμιστά μου και την μισή μερίδα χωριάτικη με μυζήθρα.
“Ευχαριστώ”, ψέλλισα, “μα πώς;…αφού δεν ξέρεις πώς με λένε!”, χαμογέλασε κι έφυγε με ταχύτητα πατινέρ στον πάγο.
Μού έμεινε η απορία αλλά είπα να την λύσω αφού λαδώσω το αντεράκι μου.
Κατέβασα και την παγωμένη μπύρα, τέλειωσα και το κεφάλαιο που διάβαζα, χάζεψα για λίγο τις γύρω παρέες με το βουητό, αυτό το ανέμελο καλοκαιρινό βουητό και σηκώθηκα να πάω μέσα να πληρώσω.
Η ευτραφής ταμίας-βοηθός μάγειρα με ρώτησε το όνομά μου για να βρει το τεφτέρι· το λέω, αυτή δεν το έβρισκε πουθενά, οπότε αναγκαστικά συμπλήρωσα: “…δεν με ρώτησε το παιδί πώς με λένε γι’ αυτό μου έκανε εντύπωση πώς μού έφερε την παραγγελία…” , “Α, εσύ είσαι!”, έκανε θριαμβικά κι έπιασε ένα τεφτέρι στην πέρα άκρη, το έφερε μπροστά της κι άρχισε να κάνει τον λογαριασμό.
“Ναι, στην περίπτωσή σου δεν χρειάζεται όνομα”, απάντησε και απορροφήθηκε στην αριθμητική.
Έσκυψα, όλος περιέργεια και απορία, να δω-
-τι έγραφε πάνω
Αλλά όχι έρημος.