Ήταν απλωμένος στον δερμάτινο καναπέ απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή της νύχτας·το πότε νωχελικό και πότε ιδρωμένο μπητ που έσταζε γύρω του, το αλκοόλ που είτε χυνόταν σε γλώσσες είτε στο πάτωμα τον ζάλιζε, τα αγγίγματα που αντιλαμβανόταν να συμβαίνουν στο θολό οπτικό του πεδίο, κάπου στο βάθος.
Μα πάνω απ’όλα την μεσκαλίνη που έρρεε χείμαρρος στο μυαλό του και έριχνε φως στο μονοπάτι.

Εκείνη τη νύχτα δεν ήταν τίποτε·δεν υπήρχε άλλη ζωή, δεν υπήρχε Πριν, δεν θα ξαναϋπήρχε Μετά, τώρα ήταν ο Κανένας, ο χωρίς κανέναν, τώρα ήταν ο Άρχοντας·  αραγμένος στο θρόνο του με ανοιχτά τα σκέλια και τον πούτσο να χαλαρώνει ακουμπώντας πάνω στα αρχίδια του, σαν γάτα που ακουμπά στα μπροστινά της πόδια·έτοιμος να επιτεθεί μόλις περνούσε κανα θήραμα·”για κοπιάστε”μονολόγησε και χαχάνισε με μισόκλειστα χείλη και μισάνοιχτα μάτια.
Έγειρε πίσω το κεφάλι και περίμενε να κυλήσει στις συνάψεις του ό,τι κολυμπούσε μες το αίμα. Ό,τι κι αν ήταν μόλις έφτανε στο πάτο του κρανίου του αντηχούσε σαν κουδουνίστρα, μια κουδουνίστρα όμως που δεν άκουγε κανείς άλλος και νάτος πάλι να γελάει, συνωμοτικά αυτή τη φορά, όμορφος, σίγουρα ήταν όμορφος γιατί έτσι ακριβώς αισθανόταν, μες τα πάχη και τη γύμνια του, που την έσπαγε μόνο αυτή η χρυσή αλυσίδα που κρεμόταν στο στήθος του και  με τη στάση που είχε, χάιδευε τη μια του ρώγα-του άρεσε η αίσθηση αυτή, αν και θα προτιμούσε να του την έγλειφε καμιά τώρα, μια απ’όλες αυτές που τριγυρνούσαν τσίτσιδες στο κλαμπ- αλλά δε θά΄σκαγε κι αν δε γινόταν.
Μες τη ντάγκλα του χαιρόταν αυτό το μωβ φως που τον χάιδευε από ψηλά και αντανακλούσε στο βιτρό που βρισκόταν από πάνω του. Ο δράκος του λαμπύρισε ακίνητος όσο εκείνος από κάτω ξάπλωσε βολικότερα στον καναπέ. Τα χέρια του ψηλάφισαν αργά τις ραφές, τα μαξιλάρια, δεν τα κοίταζε, είχε κλείσει τελείως πια τα βλέφαρα, μόνο άγγιζε και τα δάχτυλα ιχνηλατούσαν ίχνη από παλιούς επισκέπτες, μυρωδιές και γεύσεις, κάθε τόσο τα έφερνε κοντά στη μύτη και στο στόμα, μέχρι που μια στιγμή ακούμπησαν·σάρκα.

Απότομα άνοιξε τα μάτια και την είδε.

Είχε καθήσει άκρη του καναπέ, πολύ κοντά στα λυγισμένα του πόδια, αρκετά κοντά στον νωχελικό του πούτσο, στον οποίο κι έριχνε φευγαλέες ματιές.

Είχε απλά καθήσει για να στρίψει ένα τσιγάρο·τίποτα παραπάνω. Ήταν στην ηλικία του πάνω-κάτω, εκεί στα εξήντα φεύγα, με ένα σώμα πανέμορφο σαν το δικό του- ανθρώπινο γεμάτο εμπειρίες και ιστορίες. Τα μαλλιά της καστανά και πολύ πολύ μακριά, χάιδευαν τις απαρχές του κώλου της-με την από δω μεριά του ν’ακουμπά φιλήσυχα τη γάμπα του.

Αυτή έγλειφε τρία χαρτάκια αργά και τα έφερνε το ένα μετά το άλλο μαζί μέχρι το τελικό αποτέλεσμα. Το μόνο που είχε μαζί της ήταν η καπνοθήκη.

Τα μάτια του γυάλισαν·κοίταξε το “θηρίο” ανάμεσα στα πόδια του, να δει σε τι φάση είναι αλλά τού φάνηκε σχετικά απρόθυμο, οπότε είπε να μην πιέσει·αυτά τα πράγματα δε γίνονται με το ζόρι, όπότε έστρεψε την προσοχή του στην μπουρούχα που έφτιαχνε η καινούρια του φίλη.

Αυτή τελειώνοντας το κομψοτέχνημα, το άναψε και ως ευγενική φιλοξενούμενη, γύρισε και πρόσφερε στον οικοδεσπότη της. Αυτός ενθουσιασμένος, αποδέχτηκε το δώρο και κάπως σαν να τον ζωντάνεψε η χειρονομία αυτή. ανακάθησε πιο κόσμια δίπλα της, και πολύ σύντομα έβλεπες δυο υπάρξεις, εδώ και τώρα, να επιθυμούν χωρίς κόπο, χωρίς πίσω σκέψεις·μοιράζοντα και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, μπορεί φιλοσοφίες, μπορει τα απαραίτητα, μπορεί σκόρπιες λέξεις. Αλλά είχαν ήδη συνεννοηθεί.

Και η μουσική χθόνια και οι υπόλοιποι συνδαιτημόνες τολμηροί, εκεί στη γωνιά βογγητά, τώρα πια ο αιθέρας ήταν φορτωμένος με τις μυρωδιές του Παραδείσου, “γιατί αν όντως υπήρχε ο Παράδεισος θα έπρεπε κατά πρώτο και κύριο λόγο να μυρίζει χύσια, αλλιώς τι νόημα έχει”, της ψιθύρισε κι αυτή συμφώνησε με ένα νεύμα. Κι αυτός αυθόρμητα, με αιδώ πάντα, έσκυψε στο αυτί της και της ζήτησε κάτι χαμηλόφωνα. Αυτή δεν αποκρίθηκε.
Άφησε να κοχλάσει ο αέρας ανάμεσά τους μια δυο στιγμές και μετά έγειρε κι ακούμπησε στην πλάτη του καναπέ. Άνοιξε τα χέρια της ελευθερώνοντας πλήρως τη μητρώα γη και τότε μόνο τον κοίταξε.
Αυτός διπλώθηκε στο πλάι, γύρισε την πλάτη του στον κόσμο κι έγειρε το κεφάλι του πάνω στην κοιλιά της.

Αναστέναξε.

Αυτή έφερε το τσιγάρο στα χείλη της και τράβηξε αργά, ενώ το άλλο χέρι της ακούμπησε στο κεφάλι του. Άρχισε να τού χαϊδεύει απαλά τα άσπρα του μαλλιά.

Αυτός γουργούρισε.

Το αριστερό του χέρι άγγιξε διστακτικά τις παρυφές του στήθους της·μετά γενναία τα δάχτυλά του, το διέτρεξαν ολόκληρο.
Σταμάτησαν στην ρώγα·σ’αυτήν την τεράστια ρώγα, που είχε τιθασεύσει στα σίγουρα πολλούς εραστές και λαίμαργα νήπια. Ήταν το καινούριο του Τοτέμ. Τα ακροδάχτυλά του  φέρθηκαν με δέος·άκουσε την ανάσα της να γρηγορεύει. Ανασηκώθηκε λίγο και πλησίασε το στόμα του·την κοίταξε στα μάτια·το βλέμμα της συναίνεσε·τα χείλη του έκλεισαν γύρω από τη ρώγα σε έναν απαλό θηλασμό·ο δράκος κινήθηκε, έβγαλε ένα μουγκρητό, πετάχτηκε η φιδίσια γλώσσα σα διχάλα, ο λαιμός του τεντώθηκε, ανοιγόκλεισαν τα φτερά, ορθώθηκε μέσα σε χρώματα πυρόξανθα, ήταν επιτέλους ελεύθερος, ελεύθερος, ούρλιαξε, από ευχαρίστηση κι αυτή τη φορά πυρ και λάβα ξεχύθηκαν ποτάμι από τα σωθικά του, στάχτη ο κόσμος γύρω του κι αυτός εκεί να αναγεννάται, ξανά και ξανά-

-κάθε νύχτα πάνω από αυτόν τον καναπέ.

Τον ξύπνησαν το πρωί γιατί έπρεπε να καθαρίσουν. Πετάχτηκε όρθιος. Τού πήρε λίγο να βρεθεί στο χώρο και στο χρόνο. Φορούσε τώρα ένα μαύρο μπλουζάκι μόνο. Μπροστά στο τραπεζάκι κάποιος είχε αφήσει ένα καφέ σε πλαστικό κι ένα ζευγάρι κλειδιά, αυτοκινήτου και σπιτιού. “Σπίτι, αυτοκίνητο”, μονολόγησε.

Σπίτι, αυτοκίνητο.

Και το ξημέρωμα να εισβάλει από μια ανοιχτή πόρτα. Πήρε τα κλειδιά κι έκανε να φύγει αλλά σταμάτησε σαν κάτι να θυμήθηκε·στράφηκε στο βιτρώ.
Ο δράκος ήταν εκεί·

σβηστός και άκαπνος.

αρχείο λήψης

0 Replies to “Η χρονιά του Δράκου

Άφησε ένα σχόλιο