“Έλα δω βρε θεόμουρλο·πού’ναι το μαξιλάρι σου; Ε;”
Καμμία απόκριση·φυσικό ήταν. Αφού δεν υπήρχε κανείς να απαντήσει.
Έτσι συνέβαινε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του παιδί. Μοναχοπαίδι.
Άνοιγε η μητέρα του την πόρτα του στενού του δωματίου απορημένη γιατί άκουγε απ’έξω διαλόγους αλλά μόλις έμπαινε στο δωμάτιο, έβλεπε τον μικρό της γιο μόνο, ολομόναχο, να κρατάει ένα στρατιωτάκι στο κάθε χέρι. Γυρνούσε το κεφάλι και την κοίταζε χαμογελώντας.
Και τα χρόνια κύλησαν και το πράγμα χειροτέρεψε και πλέον οι κουβέντες δεν αφορούσαν μόνο τα σημαίνοντα αλλά και τα ασήμαντα κι όταν άνοιγε πια η μητέρα του την πόρτα, το έκανε αργά, τρέμοντας, με το ένα της χέρι να στηρίζεται στο “πι”.
Κι αυτός την υποδεχόταν πια με όλο και λιγότερη υπομονή:
“ Άσε με ήσυχο ρε μάνα, με όποιον θέλω μιλάω!
Κι αυτή σύντομα τον άφησε ολότελα ήσυχο να μιλάει στους τέσσερις τοίχους.
Δεν ήταν πως άκουγε “φωνές”, που λένε, όχι. Απλά σκεφτόταν δυνατά, σαν να μην είχε συλλάβει πλήρως αυτό που είχε μόλις περάσει από το νου του κι έπρεπε να το πει δυνατά, να το ξεστομίσει, να το ομολογήσει για να το ακούσει ο άλλος. Αλλά ποιος; Δεν ήταν κανείς εκεί. Κι όμως·μονολογούσε το ένα ημισφαίριο και ακροαζόταν το άλλο. Όχι δεν ήταν ο τρελός του χωριού·είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Τον έσπρωχνε η ανάγκη να μοιραστεί τα πάντα με τον μοναδικό νου που μπορούσε να τον συμμεριστεί.
Αυτό και τίποτα παραπάνω.
Τα χρόνια της απομόνωσης, το πραγματικά μεγάλο ξεφάντωμα γινόταν το ξημέρωμα, στα όνειρά του. Μέχρι τότε, ουδέποτε θυμόταν τα όνειρα· τους εφιάλτες ναι, τα όνειρα όχι. Στην αρχή ακούγονταν δειλά μουρμουρητά που εξελίσσονταν σε ατέρμονες αφηγήσεις και γέλια τρανταχτά. Κι εκεί πάνω, ξυπνούσε η μισή πλευρά τού γελωτοποιού (συνολικά δηλαδή το ένα τέταρτο του εαυτού του) κι έπαιρνε θέση παρατηρητή σε μια ομολογουμένως μπερδεμένη πλέον κατάσταση.
Αυτό βέβαια, είχε ως συνέπεια το πρωί να είναι ένα ράκος.
Τις τελευταίες δυο βδομάδες τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ο μέχρι πρότινος φανταστικός ακροατής είχε κάνει το σάλτο μορτάλε από τις νευροσυνάψεις στην τρισδιάστατη πραγματικότητα. Δεν ήταν κάτι απρόσμενο, είχε διαβάσει για παρόμοια περιστατικά αλλά αυτό για το οποίο δεν το είχε προειδοποιήσει κανένα άρθρο ήταν για την μορφή που θα έπαιρνε αυτός ο “ακροατής”.
Κανείς δεν του είπε για τα μάτια σαν πυρακτωμένες σχισμές, ούτε για τη γλώσσα που πλατάγιζε βρίσκοντας το δρόμο της ανάμεσα σε δόντια ίδια σουβλιά, που όμοιά τους έβρισκε κανείς μόνο στις απεικονίσεις του “Θηρίου” στις γκραβούρες της Αποκάλυψης ή στις προφητείες του Νοστράδαμου.
“Πού είναι το μαξιλάρι σου, ε;”
Το “Θηρίο” δεν αποκρίθηκε. Μόνο τον ζύγισε με βλέμμα ίδιο με της Μέδουσας, άφησε να φανούν οι απαστράπτοντες οδόντες της Κολάσεως, συρρίκνωσε το κορμί σαν ελατήριο και-
Όρμησε.

img-ac64ca7aa7a4812766c97a0d786d9c0f-v1894254403.jpg

0 Replies to “Τσερόκυ

Άφησε ένα σχόλιο