Είχε αποφασίσει αυτό το θερινό ηλιοστάσιο να δώσει κάποια λεφτά και να κάνει ένα παιδικό του όνειρο πραγματικότητα· να αγοράσει μια αιώρα.
Ναι εντάξει, ήταν περίεργο πως τόσα χρόνια δεν τό’χε καταφέρει ή δεν είχε προλάβει ή ό,τι τέλος πάντων μπορεί να ξεφυτρώσει ως δικαιολογία σ’ αυτή την κούρσα με τον Χρόνο. Και μάλιστα για κάποιον που είχε πάντα σκηνή και στις διακοπές την έπεφτε σε νησιά και παραλίες ήταν πράγματι περίεργο.
Και να πεις πως δεν την είχε ανάγκη; Την ονειρευόταν από πιτσιρίκι, από τότε που χανόταν στην αγκαλιά της, αυτά τα καλοκαιρινά αποσήμερα στο εξοχικό της θείας του·ή στην αγκαλιά του αδερφού του που αποχαυνωμένος από την εφημερίδα αποκοιμιόταν μ’αυτόν, σε μέγεθος λούτρινου, αγκαλιά.
Τώρα όμως πάει και τελείωσε, είχε έρθει η ώρα. Φέτος υπήρχε έντονη πιθανότητα να ξεκαλοκαιριάσει στην πόλη και έπρεπε πάση θυσία, αφού δεν προβλεπόταν να βρεθεί ο ίδιος κάτω από τα αρμυρίκια, να φέρει τα αρμυρίκια στο μπαλκόνι του.
Κατά κάποιον τρόπο.
Έτσι λοιπόν, βρήκε κάπου στο Κουκάκι ένα μαγαζί με αιώρες, πήγε, μπήκε, την είδε την ερωτεύτηκε, την τύλιξε, την πήρε α αλα μπρατσέτα και φύγανε.
Ήταν μια αιώρα βαμβακερή, εξωτικής ομορφιάς·από το Εκουαδόρ.
Πορτοκαλί.
Τόσο πορτοκαλί όσο το γινωμένο πορτοκάλι.
Ήταν ενθουσιασμένος. Ξεπέρασε γρήγορα τα τεχνικά προβλήματα, πού πρέπει να τρυπήσει, πού να κρεμάσει, χαλκάδες, εργαλεία, σκοινιά, ναυτικοί κόμποι, σκάλες, φίλος να κρατάει μην γκρεμοτσακιστεί από το μπαλκόνι “πρόσεχε ρε μαλάκα” κλπ.
Ήταν πλέον έτοιμη. Ήταν πλέον έτοιμος. Τα μάτια τους λαμποκοπούσαν. Εδώ ακριβώς θα άραζε όλα τα μεσημέρια τούς επόμενους μήνες·στην βαμβακερή πορτοκαλένια αγκαλιά της.
Τώρα, το μόνο που έλειπε ήταν ο ήλιος και ο καύσωνας Έστω η ζέστη. Αλλά εντάξει μάιος ήταν ακόμα, όπου νά’ναι θα πιάνανε και οι ζέστες. Η τσιμεντούπολη σ’αυτό δεν τον απογοήτευε ποτέ. Για την ώρα είχε συννεφιές και ψιλόβροχα ανοιξιάτικα σαν αυτά που ήξερε από το Βορρά. Ε, μια δυο μέρες, θα περνούσαν.
Μπα.
Λες και κάποιος του το έκανε επίτηδες, από την μέρα που είχε πάρει την αιώρα ο ήλιος δεν είχε ξεμυτίσει και το βράδυ έκανε αληθινή ψύχρα. Κάθε πρωΐ πεταγόταν από το κρεβάτι με την σιγουριά που θα τελειώσει το μαρτύριο αυτό, αλλά τίποτα.
Στεκόταν περίλυπος και κοιτούσαν την τυλιγμένη σα σαλάμι-για να την προστατέψει από τις στάλες που έπεφταν αραιά στο μπαλκόνι-αιώρα. Ήταν σαν να ασφυκτιούσε η πορτοκαλένια του.
Αλλά και αυτός το ίδιο.
Άδειαζε η χαρά του, στραγγιζόταν με τις μέρες και ο ίδιος μαράζωνε όλο και πιο πολύ.
Μέχρι που ένα μεσημέρι δεν άντεξε· Κοίταξε ψηλά την λεπτή συννεφιά, κοίταξε και την αιώρα. Με ένα γρήγορο δρασκελισμό την πλησίασε, την ελευθέρωσε, αυτή ξετυλίχτηκε με ένα στεναγμό ανακούφισης, βούτηξε κι ένα λεπτό μαξιλαράκι από τον καναπέ και το πέταξε μέσα της για προσκεφάλι.
Την παρατήρησε σαν να στεκόταν στην άκρη του μώλου στο νησί και ήταν έτοιμος να βουτήξει μέσα·Με το κεφάλι ή με τα πόδια; Ήταν, βλέπεις, το πρώτο μπάνιο.
Θά’ταν κρύο ή έτσι κι έτσι;
Χαμογέλασε. Πόνταρε στο έτσι κι έτσι και βούτηξε μέσα της·
στην πορτοκαλιά τη θάλασσα.
Και ήταν σαν μωρό που το βάλανε στα κύματα πρώτη του φορά·ατσούμπαλος, χέρια πόδια στον αέρα, να προσπαθεί να βρει ισορροπία, να πιάνεται από τα κύματα τα βαμβακερά, αυτά να του γλυστράνε, αυτός να γελά, τα κύματα μια δεξιά μια αριστερά, αυτός ανίκανος να επιπλεύσει, ο μισός να κρέμεται απ’έξω, μετά όλος μέσα, τώρα σαν κάμπια στο κουκούλι της αλλά ούτε κι έτσι, να μετά τεντώθηκε το κορμί του, έτοιμο για απλωτές , σαν κάπως να βολεύτηκε, έκοψε και η πολλή η φουρτούνα, έδειξαν και τα σκοινιά να αντέχουν το βάρος του μαντράχαλου, τον ησύχασε λίγο αυτό-τό’χε έννοια, έσιαξε και το μαξιλαράκι στο κεφάλι και έμεινε ακίνητος· ο ίδιος, γιατί η αιώρα με όλο αυτόν τον σαματά κουνιαμπέλιζε μια ιδέα ακόμα.
Έβγαλε ένα δυνατό “Χα!” και χαμογέλασε μέχρι τ’αυτιά. Κοίταξε τον ουρανό που απλωνόταν στα ψηλά και δεξιά·ούτε η περιπέτεια που μόλις είχε περάσει έδειξε να συγκινεί τον θεό ήλιο· να φανεί έστω δυο λεπτά, να ζεστάνει το κουκούλι του.
Μόνο ένα αεράκι χλιαρό φυσούσε και περνούσε μέσα από τα γιασεμιά, τις γαρδένιες, τα νυχτολούλουδα, τη λεμονιά και τη μπουκαμβίλια κι έφτανε φορτωμένο με μυρωδιές μέχρι την πορτοκαλένια.
Και κάπως αυτό το σιγανο-ποταμάκι αεράκι χάιδεψε τα μαλλιά του, φίλησε τα μάγουλά του και κάτι τού μουρμούρισε·ποιος ξέρει τι. Και τα μάτια του μισόκλεισαν, και η πορτοκαλένια του συνέχισε να λικνίζεται νωχελικά, μέχρι που αυτός αφέθηκε τελείως στην αγκαλιά της, τόσο, που σε λίγο έτρεχε σαλάκι από το μισάνοιχτο το στόμα.
Και είδε ο θεός ήλιος το σαλάκι που έσταξε στ’ακροχείλι του και γέλασε και ξεμύτισε από τη δικιά του βαμβακένια θάλασσα και κι έστειλε πορτοκαλοκίτρινες ακτίνες, αυτές τις ζεστές αλλά όχι πυρωμένες και σκέπασαν το μπαλκόνι και βάρυνε κι άλλο ο ύπνος-μην και ξυπνήσει πάνω στο ταξίδι- και το πορτοκαλί το λίκνο σαν να πήρε κι άλλο φόρα, κι άρχισε να ταλαντώνεται πιο δυνατά, τώρα έφτανε από την μία άκρη του μπαλκονιού στην άλλη, αλλά ήταν πια βαρύς ο ύπνος κι ελαφριά η ψυχή και δως του πέρα δώθε, να θέλει η αιώρα να πετάξει πια, και κάνουν μια έτσι οι κόμποι που είχαν κι αυτοί γλαρώσει κι αποκοιμηθεί και λύνονται!
Μα δεν πέφτει κάτω κανείς, μόνο απλώνεται η αιώρα και κάνει μια έτσι κι αφήνει πίσω το μπαλκόνι και ξεχύνεται στον αιθέρα, σαν ω!-
-σαν μαγικό χαλί, ναι, ένα μαγικό πορτοκαλί χαλί από τα Χίλια και Ένα Μεσημέρια, που ανεβοακατέβαζε αργά τις βαμβακερές τις άκρες του και υψώθηκε και πάει, μεγαλοπρεπές· έβαλε πορεία να συναντήσει το θεό και δημιουργό, αυτή μια ταπεινή πορτοκαλί αιώρα, τον Πορτοκαλή τον Ήλιο και όλο και τον έφτανε και πύρωναν οι ακτίνες του και πύρωνε κι αυτή, μα δεν καιγόταν, ούτε τα φτερά της κάηκαν, μόνο γινόταν όλο και πιο πορτοκαλί και φτάνοντας μπροστά στο Απέραντο Πορτοκαλί, στο δίσκο που φλεγόταν, δεν μπορούσες πια να την ξεχωρίσεις, φέρτε τηλεσκόπια, δείτε, τίποτα δεν φαίνεται κι άνοιξε ο Πορτοκαλής ο Ήλιος την αγκαλιά του να την πάρει μέσα του, αυτήν, που είχε με τη σειρά της αγκαλιά αυτόν που ονειρευόταν, αυτόν, που κάπου μες τη ξαφνική ζέστη του απομεσήμερου ονειρεύτηκε το βαπόρι που τους ταξίδευε μικρό παιδί σαν ήταν, μέχρι το νησί·
τον “Πορτοκαλή Ήλιο”.