IMG_20180306_181725

Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του τόσο, που νόμιζες τεντώθηκε/
νεράντζι για να φτάσει/
Αλλά γυμνά ήταν τα κλαδιά,τα φύλλα μαδημένα/
μόνο είχαν τις άκρες άγριες μ’αγκάθια καμωμένες/
κι ήταν πολλές κι ασάλευτες, σκοτεινιασμένες, κρύες/
Κι αυτός ούτε που άκουσε το τρίξιμο σα σκύψαν/
Πλεξούδες χαμηλώσανε, δίχτυα ξυλοφτιαγμένα/
που μπλέξανε κι αρπάξανε τις άκρες των δαχτύλων/
κιτρινισμένες έσμιξαν με το γυμνό το γκρι/ κι αυτός ποιος ξέρει αν σκέφτηκε, αν πρόλαβε να δει/
σαν έσφιξε με τη γροθιά, να σπάσει, να ξεφύγει/
Μονˊ μια φωνή τού ξέφυγε, μα αέρας δεν υπήρχε/
κι έτσι κανείς δεν άκουσε, δεν πρόφταξε, δεν είδε/
πως τον εκλέψαν τα δεντριά και στις σκιές τον δώσαν, κι αυτές τον κρύψαν στο μαβί, τον τύλιξαν με πάχνη, να μη μπορείς πια να τον βρεις, μήτε να τον αγγίξεις.

Μόνο τα γυαλιά του μάζεψες σπασμένα από το χώμα.

(Του Πέτρου)

0 Replies to “του χαμένου αδελφού

Άφησε ένα σχόλιο