(ήχος)

Στεκόταν στην κορφή του χαμηλού λόφου κι ατένιζε τα χωράφια που τά’χαν σκεπάσει αγριόχορτα. Το βλέμμα του χανόταν μέχρι πέρα μακριά τη λασπωμένη δημοσιά που τρύπωνε σαν φίδι στο οροπέδιο.

Περίμενε ακίνητος.

Μόνο τα ξανθόγκριζα μαλλιά του, βρώμικα κι αγριεμένα, ζωντάνευαν πότε-πότε σαν λάβαρο που το ξυπνούσε ο αέρας.
Κι ο θώρακας από τενεκέ, δεμένος όπως νά’ναι πάνω του, αντιφέγγιζε στον ήλιο του μεσημεριού ίσαμε τ’αντικρυνά βουνά·σκέτο χρυσάφι λέγαν όλοι.
Και η στάση του κορμιού του απαράλλαχτη·τα μπράτσα ν’αγκαλιάζουν λόγχη σκουριασμένη σε πολυκαιρισμένο στυλιάρι. Μα ποιος νοιαζόταν;
Η σκιά της και μόνο αρκούσε να σπείρει τρόμο.

Και ήταν η θωριά του θωριά θεού, ακοίμητου φρουρού της κοιλάδας των βουνών·έτσι τον λέγαν όλοι, προστάτη και φύλακά τους, χρόνια και χρόνια, κάποτε πάνω σε πυργί-μολογούσαν οι παππούδες-που κι αυτό γκρεμίστηκε, έγινε σκόνη· μα αυτός εκεί·αλώβητος κι αμίλητος, να θωρεί τη στράτα που τη διαβαίναν ταξιδιώτες και ζωντανά.
Και όλοι τον ευχαριστούσαν, σιωπηρά και προσευχόντουσαν να τον έχει καλά όποιος θεός, και τού’βαζαν πάντα ένα κομμάτι καρβέλι στο τραπέζι τους, μπροστά σε καρέκλα αδειανή-είχε σε κάθε σπίτι κι από μια.

Κανείς όμως από αυτούς δεν είχε τολμήσει ν’ανέβει στην κορφή.
Κανείς δεν είχε πάει ποτέ από κοντά να τον δει, να τον αγγίξει.
Κανείς ποτέ δεν τού’δωσε νερό να πιεί, μήτε να φάγει το ψωμί του.
Κανείς ποτέ δεν τον ερώτησε τι περιμένει.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ, πως δεν νοιαζότανε γι’αυτούς.

Πως δεν ήταν εκεί ούτε για τους εχθρούς ούτε για τα στοιχειά αλλά

για μια Γυναίκα απ’ το Τοβόσο.

Κι έτσι κανείς ποτέ δεν τον ερώτησε

αν κουράστηκε.

c26a

0 Replies to “Αλόνσο Κιχάνο

Άφησε ένα σχόλιο