“Θέλεις να φύγεις; Δεν πλησιάζει το ξημέρωμα: ήταν τ’ αηδόνι κι όχι ο κορυδαλλός που
ακούστηκε…”
Μουρμούρησε ξανά την φράση τής αγαπημένης του μέσα από τα μισοκοιμισμένα του χείλη· ο επισκέπτης τον άκουσε απ’έξω, στη σιγαλιά της νύχτας και απάντησε ισορροπώντας στο περβάζι με τ’ακρόνυχά του : “Τεριρέμ, τεριρέμ,”
Και κράτησε η συνομιλία όσο βάστηξε κι αυτός ο αλλόκοτος ο ξύπνος, ο γεμάτος όνειρα, που ποτέ δεν τα ανέσερνε την αυγή το θυμικό. Και του ερχότανε στ’αυτιά κυματιστός ο ψίθυρός της, ξανά και ξανά, μαζί κι η μυρωδιά απˊ την ανάσα της.
Κι αυτός, όσο το κελάιδισμα τρύπωνε στ’αυτιά του, επαναλάμβανε χαμογελώντας το αιώνιο στιχάκι, μέχρι που δεν άντεξε και πετάχτηκε γελώντας, κάνοντας έτσι να φιλήσει τη στιχουργό που αιώνες τώρα του στοίχειωνε το είναι·
και βρέθηκε στο πάτωμα.