Είχε σταθεί μπροστά στον καθρέφτη αποσβολωμένος.

Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που έπαιξε αυτό το παιχνίδι. Ήταν κάτι που του είχε καρφωθεί πριν χρόνια. Όλα είχαν ξεκινήσει από εκείνη τη φράση της καθομιλουμένης “ώσπου ν’ανοιγοκλείσεις τα μάτια…”. Το έπαιζε πάντα σε καταστάσεις που τον έπνιγαν·έλεγε στον εαυτό του “ώσπου ν’ανοιγοκλείσεις τα μάτια θα έχει τελειώσει” και μετά όσος χρόνος κι αν περνούσε μέχρι να βγει από το Ανυπόφορο, στο τέλος τα ανοιγόκλεινε άλλη μια φορά λέγοντας, “είδες; πέρασε, σε μια στιγμή.”

Ήταν πραγματικά ένα χρονικό παράδοξο, που στον ίδιο λειτουργούσε λυτρωτικά αλλά κανείς άλλος δεν καταλάβαινε το νόημά του-από εκείνους τους ελάχιστους που το είχε μοιραστεί.

Αυτή τη φορά όμως ήταν αλλιώς·τα βλέφαρα τρεμόπαιξαν· ήχος διαφράγματος· πρώτο κάδρο, δεύτερο κάδρο, τρίτο κάδρο, πόσα κάδρα, μια ολόκληρη ζωή περνούσε μπροστά του μέσα από το view master των παιδικών του χρόνων, το κόκκινο με τις φωτογραφίες από τις Άλπεις.
Το είδωλό του ολοζώντανο μέσα στον ίδιο καθρέφτη· κάποιο αγόρι, ένας έφηβος, α ο νεαρός και τέλος ο άντρας, ξανά άντρας, αψύς·το βλέμμα να γεννιέται, να βαθαίνει, να σκουραίνει, μετά να χάνεται και μετά να ξαναγεννιέται, ακατάλυτος ο κύκλος και οι κόρες των ματιών του αντιφέγγιζαν την οθόνη της μνήμης του, όταν στοπ-

-τι’ναι αυτό;

Έκανε ένα βήμα προς τον καθρέφτη· κάτι του φαινόταν λάθος. Δεν αναγνώριζε τον παροντικό κατοπτρισμό. Υπήρχε μια δραματική αλλαγή στην έκφρασή του αλλά δεν μπορούσε να την προσδιορίσει.

Εκεί.

Έμειναν τα μάτια στυλωμένα.

Το δεξιό χέρι σηκώθηκε, μετεωριζόμενο για λίγο κι ύστερα απλώθηκε αργά προς τη φιγούρα απέναντι· σε δεύτερο χρόνο δίπλωσε αργά σαν πουλί που σκύβει να καθαρίσει το φτέρωμά του· Προσγειώθηκε ακουμπώντας απαλά πάνω από τη ρίζα της μύτης, ανάμεσα στα φρύδια. Ο δείκτης υποβασταζόμενος από τον αντίχειρα, χάιδεψαν το αντικείμενο της προσοχής:
Δύο μικρές αναδιπλώσεις, καταφόρυφες στην οροσειρά των φρυδιών.
Τις άγγιξαν ελαφρά σαν να μην ήθελαν να τις τρομάξουν-μην αγριέψουν παραπάνω;
Δυο ψηλές δίπλες λοιπόν, πλαγιές, που στο μέσα τους σχημάτιζαν φαράγγι, σαν αυτά που τα διέσχιζαν ελεύθερα ποτάμια.

Μα εδώ άφαντο το νερό·
κι έμεινε στο ανάμεσα μια φριχτή Χαράδρα και συ στεκόσουν λέει στην άκρη-άκρη.
Πλανήθηκε η ματιά σου μέχρι κάτω,

κι αναρωτήθηκες πότε έφτασες ‘δω πάνω.

0 Replies to “η Χαράδρα

Άφησε ένα σχόλιο