Στεκόταν εκεί, στο τέλος του πεζόδρομου της Μητροπόλεως, λίγα μέτρα πριν την πλατεία·ακριβώς απέναντι από το σουβλατζίδικο του Θανάση, στο σημείο που τελειώνουν τα κάγκελα του Δήμου·φαρδαίνει εκεί, δεν έχει ούτε τραπέζια, ούτε καρέκλες, μόνο την αμπαρωμένη πόρτα και μια εγκαταλελειμμένη βιτρίνα.
Α, ναι και το υπόστεγο, φυσικά·στην ουσία, το μικρό μπαλκόνι του πρώτου ορόφου του σφραγισμένου νεοκλασικού.
Στεκόταν λοιπόν εκεί, αυτός ο άνθρωπος, αυτό το ψιλόλιγνο παλλικάρι, ώρες ατελείωτες, όποτε περνούσα τον έβλεπα εκεί. Ό,τι μέρα και να ήταν, όποια εποχή, στεκόταν εκεί όρθιος και παρατηρούσε τους περαστικούς τρώγοντας.
Α ναι, πάντα μασουλούσε κάτι. Όχι κάτι φανταχτερό, ήταν πάντα κάτι που απλά χωρούσε στη φούχτα του·ένα σουβλάκι, μια τυρόπιτα, ένα μήλο, μια σοκολάτα, ένα σκέτο κομμάτι ψωμί, ο,τιδήποτε.
Δεν επαιτούσε, δεν φαινόταν άλλωστε επαίτης. Ήταν ντυμένος απλά, καθημερινά, αναλόγως του καιρού πάντα, αλλά ποτέ δεν τον είδα κάτι που θα τραβάει το μάτι.
Μελαχροινός, με λίγα γένια, περιποιημένα και με τις πρώτες άσπρες τρίχες να ξεμυτίζουν.
Και μ’ένα χαμόγελο.
Ορθάνοιχτα μάτια του έψαχναν να τραβήξουν νερό μέσα από αυτό το απύθμενο πηγάδι των ανθρώπων που τον περιτριγύριζε. Παρατηρούσε τα πάντα·αφουγκραζόταν τα πάντα, οσμιζόταν τον αέρα.
Και μαζί, τα σαγόνια του ανεβοκατέβαιναν αργά με κυκλικές κινήσεις.
Τον έβλεπες·είχε με τον καιρό γίνει αόρατος, σαν ένα σκιάχτρο σφηνωμένο στην ίδια θέση· μετά από λίγες μέρες κανείς δεν το προσέχει πια, κανείς δεν το φοβάται, ούτε καν τα κοράκια.
Οι καταστηματάρχες στην αρχή δεν συμπάθησαν καθόλου αυτό το περίεργο παιδί, που είχε μπαστακωθεί μπροστά στα εστιατόρια μέρα−νύχτα, είχαν καλέσει μάλιστα και την αστυνομία να του κάνει έλεγχο, αλλά τίποτα ενοχοποιητικό δεν προέκυψε. Και κάπως είδαν πως στην τελική δεν ενοχλούσε και κανέναν, βέβαια κανείς δεν τον ενοχλούσε κιόλας, όταν του απήυθηναν το λόγο αυτός απαντούσε σιωπηρά μ’αυτό το γενναιόδωρο χαμόγελο·τίποτα άλλο.
Τον είχα πετύχει ακόμα και υπό καταρρακτώδη βροχή, εκεί στο ίδιο σημείο, κάτω από το ίδιο μπαλκόνι πάντα, στεγνό, χωρίς σταγόνα βροχής πάνω του, σαν να είχε φτάσει εκεί υπόγεια μέσα από τις φημισμένες στοές των Αθηνών και όχι περπατώντας.
Την μέρα που απέμεινα να τον χαζεύω περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έριχνε στην πόλη ένα παγωμένο χιονόνερο. Οι περαστικοί τυλιγμένοι με παλτό, σκούφους και κασκόλ μέχρι πάνω, σκεπάζοντας όποια πρόσβαση είχε “το σκιάχτρο” πάνω τους. Αυτός όμως απτόητος, χαμογελούσε μέχρι τ’αυτιά, βρίσκοντας ακόμα μεγαλύτερη την πρόκληση να έρθει σ’επαφή με κάποιον τόσο καλά κρυμμένο. Ο ίδιος φορούσε έναν ναυτικό επενδύτη κι ένα σκούφο μάλλινο και με τις γυμνές του παλάμες ψαχούλευε ένα σακουλάκι.Περίμενα όλος περιέργεια να δω τι θα βγει από κει μέσα αυτή τη φορά.
Κάστανο·έβγαλε ένα καλοψημένο κάστανο κι άρχισε να το καθαρίζει αργά. Ήταν σαν μια τελετουργία, από ένα άλλον κόσμο, παλιό-
-αναλογικό.
Όπως με την ταχύτητα που ένα παλιό σιδερένιο ποδήλατο σε πηγαίνει μέσα στα στενά της πόλης·κάθε πεταλιά είναι βαριά και μετράει και σε μετακινεί λίγα μόνο μέτρα. Δεν βιάζεσαι καθόλου, ξέρεις πως θα φτάσεις κάποια στιγμή.
Έτσι και τώρα έφτασε η στιγμή να το γευτεί.
Εγώ παρακολουθούσα όλη τη διαδικασία από την απέναντι γωνία όταν ξαφνικά, ένιωσα τα μάτια του να με συναντούν.
Ταράχτηκα, μάλλον λόγω της αδιακρισίας μου.Υπήρξε αυτό το στιγμιαίο κενό επικοινωνίας και μετά,
το Χαμόγελο. Εκείνο το απλόχερο Χαμόγελο.
Ανταπέδωσα με μεγάλη ανακούφιση και πήρα στιγμιαία την απόφαση·πλησίασα με αργά βήματα αυτό το χειμωνιάτικο σκιάχτρο που δεν ενδιέφερε πια κανέναν κι ακουμπώντας μαλακά την παλάμη μου στην καλαμένια ωμοπλάτη του, είπα:
“Το ξέρεις πως δεν κάνει να τρως όρθιος ε;”
Τα μάτια του έλαμψαν, το χαμόγελό του πλάτυνε και το κεφάλι του κουνήθηκε αργά πάνω-κάτω·
είχαμε συννενοηθεί.
Έγνεψα αποχαιρετώντας τον και κατευθύνθηκα προς το σταθμό.
Δεν τον ξαναείδα έκτοτε ποτέ.