Κι άρχισε μια δυνατή βροχή, που έκανε τις σταγόνες να ξεκινούν βαριές το ταξίδι τους απˊ τα ψηλά, μέχρι να φτάσουν να γίνουνε ρυάκια στις άκρες της ασφάλτου°στο τέλος μια σχάρα τις κατάπινε και δεν ξανάκουγε ποτέ κανείς για αυτές.

Άλλες πιο τυχερές έπεφταν σε χώματα μαλακά και κυλιόντουσαν μαζί τους αγαπησιάρικα μέχρι να γίνουν σβώλοι°άλλες κουτρουβαλούσαν στις κεραμωτές και κάνανε πιο θόρυβο κι από παιδιά που χαίρονται τσουλήθρα°άλλες έπεφταν, κλείνοντας τα μάτια, σε φύλλα πράσινα που τις ρουφούσαν άπληστα να δροσιστούν°άλλες μαστίγωναν κορμούς φουσκώνοντας φλούδες και μυρωδιές°ήταν κι άλλες°

και ήταν και η Σίσσυ. Η Σίσσυ η σταγόνα° που βρέθηκε να προσγειώνεται με ορμή πάνω στο παγωμένο παράθυρο του τραίνου, καθώς διέσχιζε αμέριμνο τις χλωμοπράσινες πεδιάδες.

Κι εκεί που πάντα ονειρευόταν να νοτίσει κάποια σπιθαμή γης, βρέθηκε αντˊ αυτού γραπωμένη πάνω στο άψυχο το τζάμι.

Κι έκανε τόσο κρύο, κι έτρεχε σε ίλιγγο το τραίνο,, κι είχε απλώσει όλα της τα χέρια να κρατηθεί για να μην πέσει.

Κι αισθανόταν τον άνεμο να προσπαθεί να τη διαλύσει κι έσφιγγε τα δόντια και τα νύχια της γδέρνανε το τζάμι όσο αυτός τη βίαζε να κατηφορίσει, μα ήταν ανεπαίσθητος ο ήχος του γδαρσίματος, κανείς δεν άκουγε, τι ήχος δα να βγει από μια τόση δα σταγονίτσα κι αυτή δεν άντεχε κι έπεφτε λίγα χιλιοστά κάθε δεύτερη στιγμή που περνούσε.

Και το τραίνο άφηνε πίσω του ποτάμια και βουνά, κοιλάδες και χωράφια, κι ήταν τόση ομορφιά, μα δεν μπορούσε η Σίσσυ τίποτα να χαρεί, γιατί είχε τα υγρά της μάτια μισόκλειστα σφιχτά, κι όλο φυσούσε, λύσσαγε και τ’ολοστρόγγυλο κορμάκι της κρατιόταν μαζεμένο και κυλούσε αργά, μα τόσο αργά που άφηνε λίγο-λίγο ίχνος πίσω της σα σαλιγκάρι.

Και σε κάθε κύλισμα τίποτα άλλο δε συναντούσε γύρω της παρά.μόνο γυαλί, παντού γυαλί και πουθενά γη σ’αυτό το ατέλειωτο ταξίδι προς το Νότο, όταν ξαφνικά-

η πορεία της σταμάτησε, σαν κάποιος να τη λυπήθηκε. Κι απότομα άρχισε πάλι να κυλά αλλά αυτή τη φορά διαγώνια προς τα πάνω.

Κάπως σαν να αναθάρρησε°ο άνεμος τώρα τη βοηθούσε, την έσπρωχνε μαλακά σαν νά’θελε να τη σώσει και της ψιθύριζε ήχους γλυκούς που της έδιναν κουράγιο.

Και κάπως σαν να μη κρύωνε πια°ένιωσε μια ζεστασιά και μαζί, άρχισε να ελπίζει πως δε θα τέλειωνε έτσι άδοξα το ταξίδι της ζωής της, αυτός ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο συμπυκνώθηκε ψηλά στον ουρανό, κι έπεσε, δάκρυ πλέον, από σύννεφο σκυθρωπό.

Και κάπως σα να διαγράφηκε ένα μικροσκοπικό χαμόγελο, ίσως αντανάκλαση από το χαμόγελό σου όπως έσκυψες να την παρατηρήσεις μέσα από το παράθυρο του τραίνου-

και τότε μονομιάς άλλαξε ο άνεμος διάθεση και φορά και χύμηξε πάνω στην μικρή Σίσσυ.

Αυτή αντιστάθηκε με όλο της το είναι, σφίχτηκε κλείνοντας τις ρωγμές της κι άφησε απλωμένο πάνω στο κάτοπτρό της μόνο το δανεικό χαμόγελο.

Και βλέποντάς το αυτό, η εκδικητική ριπή, μόλις αγγίζοντας τη Σίσσυ τη σταγόνα. την έκανε κομμάτια°μα αντί να είναι αυτό το τέλος, είδες στη θέση της πέντε μικρότερες σταγόνες, ίδιες κι απαράλλαχτες με τη Σίσσυ και όλες με το ίδιο χαμόγελο, πιο μικροσκοπικό από ποτέ.

Και πάλεψαν κι αυτές με τη σειρά τους να διασχίσουν αυτόν τον λείο κόσμο, μέχρι που ήρθε κι αυτών η ώρα τους να αφήσουν πίσω τους νανοσκοπικές σταγόνες, όλες με το χαμόγελο αυτό, ορατό πια μόνο στον μικρόκοσμό τους°και μετά δεν υπήρξε πλέον τίποτα, μόνο υδρατμοί που αναλήφθηκαν στους ουρανούς κι ενώθηκαν σ’ένα σφιχταγκάλιασμα αχώριστο, ψιθυρίζοντας αναμνήσεις της περασμένης τους ζωής°ώσπου να γεννήσουνε σταγόνες, που ποθούν ν’αγγίξουν και να δουν-

– αγαπημένα χώματα.

0 Replies to “Σίσσυ

  1. Υπέροχο! Αυτό είναι η ζωή, η πάλη μας με το άγνωστο, το ανοικειο, γραπωμενοι από έναν πόθο, μια ελπίδα που γεννά άλλες μικροσκοπικες ελπίδες μέχρι να φύγουμε από δω,μακάρι σε σφιχταγκαλιασμα και ένωση με άλλα πλασματα που είχαν κι αυτά ποθους κι ελπίδες να αγγίξουν και να δουν πράγματα αγαπημένα…

Άφησε ένα σχόλιο