του Σωτηρίου έτους 1771, γεννιέται σε ιδιωτική κλινική της Αθήνας, κάπου στη Μαυροματαίων, ένας νεαρός ονόματι Βέρθερος.
Γεννιέται κατευθείαν νεαρός κι ερωτευμένος, χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ ως μωρό, χωρίς να έχει θηλάσει ποτέ, να έχει κλάψει ποτέ.
Γεννιέται με μια πένα κι ένα επιστολόχαρτο στο χέρι-δώρα και τα δύο της γλυκιάς του μητέρας, που γλυστρώντας μια μέρα σε κάτι σκαλοπάτια, αναγκάστηκε πρόωρα να γεννήσει αυτόν τον έφηβο, που έμελλε στη δύση του βίου της να της κλείσει τα μάτια.
Περασμένη διαγώνια στον ώμο του κρέμεται μόνιμα μια μικρή φωτογραφική μηχανή, Konica θαρρώ, φέρουσα ένα από καιρό ληγμένο φιλμ και μπαταρισμένη με σελοτέιπ μετά από μία πτώση τους πρώτους μήνες της αδέξιότητάς του. Παρ’όλα αυτά συνεχίζει να την έχει πάντα πάνω του ελπίζοντας κάποια στιγμή να πατήσει το κουμπί και νˊ ακουστεί το ποθητό κλικ. Ήταν άλλωστε δώρο τού τυχοδιώκτη πατέρα του, ο οποίος τον γέννησε σε ηλικία που οι περαστικοί τους μπερδεύανε για παππού κι εγγόνι και αυτό αναπόφευκτα σήμαινε πως και αυτού έμελλε, σύντομα, να του κλείσει τα μάτια.

Ο νεαρός Βέρθερος από τότε που θυμάται τον εαυτό του περπατούσε κατά μήκος μίας και και μοναδικής διαδρομής· το μονοπάτι στις όχθες του ποταμού Έλβα. Διένυε χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων, πάνω-κάτω, σκυφτός, σαν τον άνθρωπο τον αιώνια καταδικασμένο να ψάχνει στη λάσπη της όχθης, τα χαμένα κλειδιά του· τα κλειδιά της άμαξας ή ίσως της οικίας ή ακόμα χειρότερα την αρμαθιά των κλειδιών των απαιτούντων για τα θυρανοίξια εκείνης της σκληρής καρδιάς που δεν τον συγχώρεσε ποτέ.
Και όταν, αν, παρ’ευχήν τα έβρισκε, σήκωνε περιχαρής την σελοτέιπ-μηχανή του για να απαθανατίσει τη φύση που μέχρι τότε, μες την παραζάλη του, δεν παρατηρούσε.

Και τότε φευ!

Ο μικρός θησαυρός των κλειδιών, χανόταν ξανά μέσα στο ποτάμιο ρεύμα, αυτό που κάνοντας στροβίλους και χορεύοντας, γοήτευε κι αποπλανούσε, από καταβολής Κόσμου, αρμαθιές κλειδιών παλιών εραστών.
Και η απογοήτευση τού πάντα νεαρού Βέρθερου διπλή, καθώς όχι μόνο οίκτιρε τον εαυτό του που δεν έσκυψε να μαζέψει τα πολύτιμα κλειδιά-μια τόσο μικρή κίνηση, μια τόσο μεγάλη ανακούφιση-αλλά και αδυνατούσε για άλλη μια φορά να καταγράψει την ομορφιά που έβλεπε γύρω του. Πώς γινόταν αυτή η μηχανή να μη λειτουργεί ποτέ;
Τότε, αναστενάζοντας, έπαιρνε την πένα από φτερό παπαγάλου -μικρού κιτρινογκρί κοκατίλ- και τη βουτούσε στις λάσπες του μονοπατιού.
Και ξεκινούσε το γράμμα του, απευθυνόμενος στη Σαρλόττε.

Κι έγραφε, κι έγραφε·

για την Ομορφιά·για την Αγάπη·την Απώλεια και το Κενό·την Πίκρα και την Απόγνωση.
Έγραφε για πράγματα που γνώριζε και για άλλα που δεν γνώριζε-αυτά ήταν και τα πιο αγαπημένα, τα αποκαλούσε “τα οράματα μιας ζωής που δεν θα ζούσε ποτέ”.
Και όταν τελείωνε και ανάσαινε, διάβαζε δυνατά τι είχε γράψει, να τ’ακούσει ο άνεμος, να τα πάρει μακριά, να τα σκορπίσει.
Μετά, έδινε ένα απαλό φιλί στο χαρτί, σαν να άγγιζε μ’αυτά τα χείλη της μικρής του Λόττε και το βουτούσε μέσα στο νερό του ποταμού, που άπληστα ρουφούσε τα χωματένια λόγια.
Και το ξαναβαπτισμένο χαρτί, έβγαινε στραφταλίζοντας· αυτός, το έπαιρνε στα χέρια του σαν νεογνό και το σκούπιζε σφουγγιχτά να μην το γδάρει. Το τύλιγε απαλά μαζί με την πένα μέσα του και τα φύλαγε στο ζεστό του κόρφο.
Μετά περίμενε την ομίχλη, που σαν γιρλάντα κατέβαινε αργά από τον ουρανό να τον τυλίξει, ή κατά άλλους αυτόπτες μάρτυρες, ανυψωνόταν σαν στήλη καπνού από το ποτάμι. Σφάλιζε τα μάτια και ανέμενε όσο το κρύο να παγώσει τη σκέψη του. Όταν τα ξανάνοιγε, από τα βλέφαρά του κρέμονταν δροσοσταλίδες·ωσάν δάκρυα δανεικά.
Πριν χώσει τα κρουσταλιασμένα χέρια του στις τσέπες, σήκωνε ξανά ψηλά τη μηχανή·κλικ·ένα και μοναδικό, το ξαναπάτησε μα τίποτα. Τι κρίμα. Τι κρίμα που μόνο ομίχλες υπήρχαν μέσα στο μοναδικό του φιλμ.

Έσκυβε το κεφάλι κι έκανε να φύγει, όταν-

ένα αντιφέγγισμα στα ρηχά, έκανε την καρδιά του να χτυπά. Τσαλαβουτούσε κι έκανε να πιάσει αυτό που ήταν σίγουρος πως ήταν η αρμαθιά. Τα δάχτυλά του όμως, ανέσερναν ένα μικρό σκουριασμένο περίστροφο. Το κοίταζε·δεν τού ήταν άγνωστο μα και δε θυμόταν από πού το ήξερε.
Δεν του άρεζε. Δεν τον γοήτευε. Το φοβόταν.
Το απίθωνε ξανά στον πυθμένα, ανάκατο στη λάσπη. Ευχόταν σιωπηρά να το καταπιεί ο βούρκος.

Κούμπωνε αργά το πανωφόρι, μέχρι πάνω, και ξεκινούσε πάλι τη μακριά του διαδρομή, την απαράμιλλη αυτή ευθεία τη γεμάτη κύκλους.
Και περπατούσε και περπατούσε και σύντομα ξεχνούσε τη βαθιά του γνώση, γνώση προπατορική,
πως ζούσε-

– υπό αναστολή.

*η πρώτη επιστολή από “τα πάθη του νεαρού Βέρθερου”του Γκαίτε, γράφεται στις τέσσερις Μαΐου του 1771.

0 Replies to “Την 4η Μαΐου*

  1. «Δεν υπάρχει πιο θερμή, πιο αληθινή χαρά στον κόσμο από το να βλέπεις μια μεγάλη ψυχή να σου ανοίγεται»…

Άφησε ένα σχόλιο