Το επόμενο βήμα της έκανε ένα τρομακτικό θόρυβο που τίναξε από φόβο ακόμα και την ίδια·είχε άθελά της πατήσει ένα σωρό από πεταμένα μπουκαλάκια, σπάζοντας κανά δυο και κλωτσώντας κάποια άλλα μακριά. Αφού η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά δυνατά, ξανακοίταξε στο πάτωμα·ήταν πολλά, πάρα πολλά, άδεια γυάλινα φαρμακευτικά σκευάσματα, παλιά, πολύ παλιά, σαν αυτά που έβλεπε σε σειρές εποχής, και όλα έγραφαν πάνω το ίδιο όνομα·Dapsone.
Όταν επανήλθε η ησυχία μέσα της και γύρω της, μετακίνησε το πόδι και το έφερε δίπλα στο άλλο·κοίταξε γύρω το δωμάτιο. Ράφια γκρεμισμένα, πάγκοι ρημαγμένοι, βιτρίνες σπασμένες, παντού γάζες, άδεια κουτιά, πεταμένα μπουκάλια φαρμάκων και αντιδραστηρίων. Λεηλασία.
Μια εικόνα που περίκλειε τόσο θόρυβο και καταστροφή αλλά αυτή τη στιγμή το μόνο που εξέπεμπε ήταν απόλυτη σιγή κι εγκατάλειψη. Σαν όλα αυτά τα ξεχασμένα αντικείμενα, ακόμα και το ίδιο το δωμάτιο να θέλανε να ουρλιάξουν την ιστορία τους αλλά το μόνο που κατάφερναν ήταν μια σειρά από ακίνητες εικόνες·ένα view master σαν αυτό που είχε η ίδια παιδί και χάζευε τα πρώτα της τοπία·αυτά που έμεναν ακόμα τόποι ανεξερεύνητοι.

Όχι αυτός όμως.

Είχε διαβάσει γι’αυτό το μέρος και είχε πείσει και τους άλλους δυο να έρθουν μαζί. Ο Μ. είχε έρθει χωρίς δεύτερη κουβέντα, άλλωστε ακολουθούσε την Περσεφόνη σε ό,τι κι αν του έλεγε, χωρίς να το πολυσκεφτεί. Η Μ. αντίθετα ως ντόπια, στο άκουσμα της ιδέας, δίστασε. Σε κανέναν Χιώτη, όσο κι αν μιλούσε με γλαφυρές περιγραφές για το Λεπροκομείο, δεν του άρεσε να πατάει πόδι “μέσα εκεί”, όπως έλεγαν. Η ανάμνηση αυτού του μέρους τους έφερνε πάντα ένα σφίξιμο.
Το Λωβοκομείο ή όπως έφτασε να λέγεται όταν λειτουργούσε-μέχρι πριν εξήντα χρόνια-
το Λεπροκομείο.

Η “ντροπή” των οικογενειών τους·η “ντροπή” του νησιού. Βαθιά μέσα τους θα προτιμούσαν να το κατάπινε η γη, να χανόταν στα σπλάχνα της·

να μην υπήρξε ποτέ.

Παρ’όλα αυτά της έκανε το χατήρι και τους έφερε. Λίγοι νέοι Χιώτες ήξεραν ή τους ενδιέφερε να ξέρουν πως να φτάσουν εδώ. Κι όμως ήταν δίπλα σχεδόν στην πόλη, σε μια μικρή κοιλάδα .Φτάνοντας είδαν μπροστά τους την μισάνοιχτη μαντεμένια θύρα με σμιλεμένες πάνω της τις λέξεις:

ΆΣΥΛΟΝ ΛΕΠΡΩΝ
1378 1909

Η Περσεφόνη στάθηκε και κοίταξε λίγες στιγμές την ημερομηνία. Με την ανάγλυφη φαντασία της, αυτή ήταν η είσοδος σε έναν άλλο κόσμο. Γνώριζε την ιστορία του Λεπροκομείου αλλά τώρα δεν ήταν το ίδιο· άγγιξε τη λέξη “Λεπρών” με τα δάχτυλά της·ρίγησε·πήρε μια απότομη ανάσα και βιάστηκε να ακολουθήσει τους άλλους που είχαν προπορευτεί.
Περπατούσαν στο πλάι του μαντρότοιχου των Γενουατών, χτισμένου αιώνες κι αιώνες πριν, απομακρυσμένοι μεταξύ τους και χωρίς να πολυμιλάνε. Σιωπηλά συμφώνησαν να κάνει ο καθένας τη δικιά του βόλτα, με το δικό του βήμα και τους τόσους διαφορετικούς δικούς του δαίμονες.
Άφησε πίσω της το οίκημα που προφανώς κάποτε ήταν το φαρμακείο του Ασύλου και προχώρησε προς τους θαλάμους. Από μακριά είδε την Μ. να δρασκελίζει το κατώφλι της ασκεπούς από το παλιό σεισμό εκκλησίας· της Αγίας Υπακοής. Ψιθύρισε το ασυνήθιστο όνομα, αφήνοντάς το να το πάρει ο αέρας.
Έψαξε με το βλέμμα της και τον Μ. αλλά δεν τον είδε πουθενά.
Γύρισε και μπήκε προσεκτικά στον πρώτο θάλαμο·το πάτωμα έτριξε κι αυτό την έκανε να μην προχωρήσει παραπέρα. Είδες μπροστά της τρία μεταλλικά σκουριασμένα κρεβάτια ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο και μόνο ένα στρώμα πεταγμένο δίπλα, ποντικοφαγωμένο. Είχε διαβάσει πως όταν ξαναφτιάχτηκε μετά το σεισμό το μέρος, οι Χιώτες του εξωτερικού βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη, είχαν κάνει θαύματα με το Άσυλο. Τα στρώματα ήταν από κοκοφοίνικα και φτιαγμένα στο Λονδίνο. “Μεγαλεία”, ψιθύρισε κι έβγαλε το κινητό της να απαθανατίσει την εικόνα. Μια τρύπα στο ταβάνι έριχνε τις ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου κάθετα πάνω στα κρεβάτια·κάποιο ελατήριο ανατρίχιασε από το χάδι κι έκανε μια μικρή κίνηση να τεντωθεί·ο ήχος την έκανε ν’αφουγκραστεί·τίποτα. Το μάτι του ουρανού τρεμόπαιξε κι έσβησε το φως με σύννεφο. Το κινητό άπραγο ξαναχώθηκε βιαστικά στην τσέπη. Ιεροσυλία.

¨Περσεφόνη!”, άκουσε την Μ. να τη φωνάζει από πιο μακριά, ταράζοντας τον αιθέρα που γέμιζε το χώρο. Βγήκε και προχώρησε προς τη μεριά της. Νευρική αλλά χαμογελαστή η Μ. τη ρώτησε αν έχει δει “τον άλλον” και πως καλό θα ήταν να φεύγανε σιγά-σιγά, να προλάβουν και καμιά θάλασσα. Ο Μ. εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε απέναντι να βγαίνει σε μια μικρή ταράτσα στον πρώτο όροφο των θαλάμων· είχε ανέβει από τα σκαλάκια που ένωναν την ταράτσα με την βεράντα.
Η Μ., πλάτη στον Μ., συνέχιζε να περιγράφει στην Περσεφόνη την παραλία που θα τους πήγαινε, όταν ξαφνικά κατάλαβε πως η συνομιλήτριά της δεν την άκουγε.
Τα γκριζογάλανα μάτια της είχαν στυλωθεί μακριά και τα χείλη της τρεμόπαιζαν·η Μ. γυρνάει ακαριαία να κοιτάξει προς τη μεριά του βλέμματος της Περσεφόνης·είδε τον Μ., στην άκρη της ταράτσας.

Και πίσω του·πίσω του.

Ένα πλάσμα σχεδόν άυλο, μαύρα μαλλιά ανάκατα και κόρες μαύρες, άδειες σαν τις σήραγγες των παλιών ορυχείων, που σε καλούνε να χαθε΄ςι βαθιά μέσα τους για πάντα·μια παλιά νυχτικιά που ανέμιζε και θρόιζε, αφήνοντας ακάλυπτα πόδια, που τους είχανε ρουφήξει τους χυμούς της ζωής κι απέμεναν σχεδόν τα κόκκαλα με λίγη πέτσα να κρύβει το θάνατο· και χέρια μακριά με τις φλέβες να μετριώνται μία-μία, αδύνατον να έκανες λάθος, δάχτυλα απλωμένα με τις αρθρώσεις να συσπώνται σκίζοντας θαρρείς τον λιγοστό ιστό που γύρω τους απέμενε·αυτά τα δάχτυλα έκαναν να πιάσουν των ώμο του Μ., που δεν είχε τίποτα καταλάβει κι ήταν η κραυγή των κοριτσιών, που τον έκανε να γυρίσει και να δει για πρώτη φορά μέσα στα μάτια τη Μέδουσά του.
Άνοιξε το πλάσμα το στόμα του να βγάλει τη μιλιά, μα κανείς τους δεν περίμενε·ο Μ. τινάχτηκε και κουτρουβαλώντας τα σκαλιά βρέθηκε κάτω και όλοι μαζί έτρεξαν στη θύρα να προλάβουν μην και τους κλείσει μέσα·ο φόβος τούς είχε κατατροπώσει το μυαλό, τίποτα και όλα υπήρχανε τώρα μέσα και μπροστά τους.
Έφτασαν στο αυτοκίνητο, πήδηξαν μέσα κι εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους το Άσυλο και την Αγία Υπακοή του.
Στη διαδρομή μόνο κραυγές άναρθρες, σάστισμα και τρόμος. Ρωτούσαν, ρωτούσαν ο ένας τον άλλον, τι είδαν, ρωτούσε ο καθένας τον εαυτό του τι ονειρεύτηκε, είναι οι στιγμές που το κεφάλι αδειάζει τη λογική σαν λαγίνι το νερό του.

Το βράδυ μόνο αργά, όταν μπήκανε στον καφενέ, βουβοί κι αμίλητοι και παρήγγειλαν τις ρακές, άρχισε ο φόβος να μουδιάζει και να κρύβεται. Η παρέα τους, ντόπιοι και φίλοι, απορούσαν και κι κέρναγαν μέχρι να μάθουν.

Και μάθανε. Και οι καρέκλες πλησιάσανε κοντά κι έκλεισε ο κύκλος γιατί, έτσι είναι, μόνο ο κύκλος της φιλίας διώχνει τα στοιχειά μακριά. Και τους ακούσανε προσεκτικά και μετά ο καθένας άρχισε να λέει τι έχει ακούσει και τι ξέρει, κι άλλος έλεγε για τα πλάσματα του Κάτω Κόσμου, άλλος έλεγε για τα πνεύματα των Λεπρών που τους ξεχάσει δικοί τους κλεισμένους εκεί, άλλος πως σαν έκλεισε το Άσυλο δεν τους πήρανε όλους όσοι είχαν απομείνει στην Αθήνα, ψέμματα ήταν, μα όλοι όλοι είχαν ακούσει για την Μέδουσα με τα μαύρα μαλλιά·μόνο ένας τόλμησε να πει πως άκουσε πως κάποια λέει άρρωστη τουρίστρια, ξένη, φωτογράφος λέει, πάει και μένει στο Λεπροκομείο και τραβάει φωτογραφίες· μα αυτό ήταν το πιο παλαβό πράγμα που είχε ακουστεί και όλοι οι υπόλοιποι τον πρόγκηξαν κι αυτός απ’ τη ντροπή του έφυγε και τους παράτησε.

Δεν έμειναν πολλές μέρες μετά στο νησί·γύρισαν άρον άρον στην Αθήνα. Όσο κι αν ο ορθολογισμός έθετε όρια στη ζωή τους, αυτά τα όρια είχαν παραβιαστεί με τον πιο βίαιο τρόπο.

Όταν ο Κ. συνάντησε την Περσεφόνη με την επιστροφή της, δεν αναγνώρισε σχεδόν τον άνθρωπο που είχε απέναντί του·σαν να είχε επιστρέψει μόνο η μορφή της και η ψυχή της να είχε ξεμείνει στο νησί.

Μοιράστηκε μαζί του το συμβάν στο Λεπροκομείο αλλά ο ίδιος δεν κατάλαβε τότε τη σημαντικότητά του κι αυτό, ώχρανε ακόμα περισσότερο την όψη της.

Και ο εφιάλτης, έμπαινε τις νύχτες πιο βαθιά στα μέσα της, σαν μαράζι·σαν κάποιος να φύσηξε στα πνευμόνια της πνοή από θειάφι που της έτρωγε τα σωθικά.

Ένα πρωί, ξυπνώντας ο Κ, δεν τη βρήκε κουρνιασμένη δίπλα του. Δεν την βρήκε πουθενά. Την έψαξε όλη τη μέρα μα είχε χαθεί. Στο τέλος πήρε τον Μ.

“Έφυγε, στη Χίο. Μην τη ψάξεις. Ξέρει να φροντίζει τον εαυτό της” τού’πε απότομα.

Ο Κ. αλλοφρόνησε·μπήκε στο καράβι της επομένης για το νησί. Ήξερε πώς θα τη βρει, ήξερε πού θα τη βρει.

Έμεινε μέρες, βδομάδες, έκλεινε μήνα. Και κάθε μέρα από την ανατολή μέχρι τη δύση, γυρνούσε μέσα στο Λεπροκομείο, από οίκημα σε οίκημα, ψάχνοντάς τη σαν το σκυλί που αλυχτά για το αφεντικό που το παράτησε. Ήθελε να τη βρει, ήθελε να της πει, πως κατάλαβε, άργησε μα κατάλαβε.

Όλο το νησί είχε μάθει για έναν τρελό που γυρνά στους λεπρούς όλη μέρα κι αφήνει παντού σημειώματα. Στο τέλος δεν άντεξε και πήρε μια νύχτα το καράβι για Πειραιά.

Και ο καιρός πέρασε και το γεγονός έφθισε, ξεθώριασε. Την είχαν όλοι για πεθαμένη κι έτσι την κλαίγανε σαν μέναν μόνοι.

Χρόνια μετά μια ιστορία άρχισε να λέγεται στους καφενέδες του νησιού·αλήθεια, ψέμμα κανείς δεν ξέρει.

Πως λέει, η άυλη μαυρομαλλούσα Μέδουσα δεν ξαναφάνηκε ποτέ·

μα κάθε έξι μήνες βλέπεις στα χαλάσματα να περπατά με πόδια γυμνά, μια κόρη, μ’ ένα σημείωμα στο χέρι της σφιγμένο, να ζητά από τους περαστικούς να το διαβάσουν.

Έχει τα μαλλιά σαν κύματα ξανθά και μάτια, σαν τις λίμνες του Βορρά στο ελάχιστο φως του Χειμώνα. Αν κάνεις το λάθος να κοιτάξεις μέσα τους, βουτάς στον γκριζογάλανο βυθό τους και η κρούστα του πάγου σε σκεπάζει στη στιγμή·

για πάντα.

Αποτέλεσμα εικόνας για περσεφονη μυθος

Άφησε ένα σχόλιο