Είχε σκεφτεί πολλές φορές το το απονενοημένο διάβημα·κύτταζε την κουπαστή του μπαλκονιού και μετά έσκυβε το βλέμμα του μετρώντας το ύψος.

Κι αν απλά τραυματιζόταν; Φρίκη.

Θα μου πεις υπήρχαν κι άλλοι τρόποι, πιο ανώδυνοι. Αλλά να κάπως του είχε μείνει πάντα σαν εικόνα αυτός. Ίσως από τότε που ο πατέρας του απειλούσε σχεδόν κάθε μέρα να το κάνει ή ίσως κι από πιο παλιά, από τότε που η μητέρα του ακόμα, για να τον αναγκάσει να υπακούσει σε μια εντολή, παράκληση, επιθυμία της, του έλεγε με εγκληματική αφέλεια “αν δεν το κάνεις να με νεκροφιλήσεις”.

Κι όμως υπήρξαν μια χαρούμενη οικογένεια και ο ίδιος ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.

Αλλά δε θυμόταν πλέον πώς ήταν αυτό. Και ήξερε πως μπορούσε να βασίζεται μόνο σε στιγμές απόλαυσης, έστω χαράς· Το τραίνο είχε φύγει, τό’χε χάσει·ή μάλλον αυτός το είδε νά’ρχεται και δεν ανέβηκε. Ποιος ξέρει; Υπήρχαν άλλωστε φορές που ένιωθε σαν παράλυτος·το πνεύμα μεν πρόθυμο αλλά τα μέλη του κορμιού του ακίνητα.

Εκείνο το πρωινό, κυττάζοντας την κουπαστή, έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό του τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, του τελευταίου χρόνου, των τελευταίων χρόνων, των παλιών χρόνων, των χρόνων·του Χρόνου.

Θυμήθηκε το χρονικό του Χρόνου·τη διάστασή του, την καμπυλότητα, τις σκουληκότρυπες·όλα αυτά που κάποτε τον μάγευαν και τον δελέαζαν.

Κάπως σαν να χαμογέλασε πικρά·σαν να ειρωνεύτηκε τον εαυτό του, τον παλιό εαυτό του. Έπρεπε να περάσουν όλα αυτά τα χρόνια για να καταλάβει πως όλες αυτές οι θεωρίες δεν γεννήθηκαν από όνειρα αλλά από ανάγκες·ή μάλλον ακόμα καλύτερα από μία ανάγκη:

Αυτή του να γυρίσεις το χρόνο πίσω, να τον ξαναζήσεις, να τον στρεβλώσεις, ακόμα και να τον δέσεις κόμπο.

Ναι υπήρχε το Παράδοξο.

Αν τα έκανες όλα αυτά επηρέαζες το Τώρα, αυτό που ζεις.

Αν κατάφερνες όμως να σβήσεις αυτό το βλέμμα από την κουπαστή;

Το μπαλκόνι· το μπαλκόνι τους…

Γύρισε και μπήκε στην τραπεζαρία. Κάθησε στο παλιό ξύλινο και φαγωμένο από το χρόνο τραπέζι·άνοιξε το λάπτοπ και περίμενε.

Είχε θυμηθεί κάτι·κάτι που είχε συνειδητοποιήσει αποσβολωμένος λίγο καιρό αφότου έχασε τη μητέρα του.

Άνοιξε τον browser.

Υπήρχε ένας Τόπος. Ένας μαγικός Τόπος, ένα μέρος που ήταν υπαρκτό και ανύπαρκτο ταυτόχρονα·

ο Τόπος όπου ο Χρόνος καμπύλωνε. Όχι για λίγες ώρες ή μια ημέρα αλλά για χρόνια.

Μπήκε στους χάρτες της google. Εικόνα από δορυφόρο. Έβαλε τη διεύθυνσή του·το 33.

Χαμογέλασε. Άρχισε να περπατά στο δρόμο του και μετά γύρισε την κάμερα προς τα πάνω-το κεφάλι του ψηλά.Κύτταξε το μπαλκόνι τους, όπως ήταν πριν χρόνια·όχι πολλά αλλά ήταν όσα χρειαζόταν αυτός αυτή τη στιγμή.

Τα δάχτυλά του άρχισαν να τρεμοπαίζουν πάνω στο πληκτρολόγιο. Τώρα τού έμενε να βρει τον τρόπο·τον Τρόπο. Τίποτα άλλο.

Έσκυψε πιο κοντά στην οθόνη.

Τον έψαχναν μέρες, δεν τον βρήκαν πουθενά. Δεν είχε φύγει, το σπίτι ήταν κλειδωμένο από μέσα, όλα του τα πράγματα ήταν στη θέση τους. Δεν υπήρχε παραβίαση, καμία ένδειξη συμπλοκής, τίποτα.

Ακόμα και το λάπτοπ βρέθηκε ανοικτό·στους χάρτες της google-αυτό φυσικά μικρή σημασία είχε.

Έκλεισαν την οθόνη χωρίς κανείς να παρατηρήσει το στιγμιότυπο με τη χαμογελαστή φιγούρα να τους χαιρετά μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας·

στο νούμερο 33.

34 25ης Μαρτίου Χάρτες Google

Άφησε ένα σχόλιο