Τα κύτταζε και τα ξανακύτταζε από απόσταση, καθισμένος στο μικρό του ξύλινο σκαμπό. Δεν ήταν πιο μεγάλα από μπαλάκια του πινγκ-πονγκ·ήταν σαν τρία γατάκια που είχαν γεννηθεί πριν λίγες μέρες·όποιο είχε “θηλάσει” περισσότερο είχε πάρει και λίγο παραπάνω μπόι·μόνο που αυτά εδώ δεν κλαίγανε και δε χαλούσαν τον κόσμο·ήταν ήσυχα, σιωπηλά και πράσινα-ακόμα.
Τα είχε δει στο πεζοδρόμιο έξω από ένα μαγαζί να κρέμονται·μόλις είχαν ξεμυτίσει και η μαμά τους τα κράταγε με αγάπη από ψηλά·και η ίδια δεν ήταν κάτι εντυπωσιακό, δεν ήταν από τα δενδρύλια που σε εντυπωσίαζαν·ήταν κι αυτή στην αρχή σχετικά της ζωής της, με ένα λεπτό κορμό, δηλαδή τι κορμό σαν χοντρό κλαδί ήταν ακόμα, που συντροφευόταν από ένα δεύτερο, εκεί στα μισά του ύψους. Κι όλο μαζί ούτε ενάμιση μέτρο δέντρο.
Αλλά ήταν λεμονιά. Κι ήθελε πάντα μία, όσο αστείο κι αν ακούγεται να θέλει κάποιος να βάλει ένα δέντρο στο μπαλκόνι. Το δέντρο είναι λεύτερο, το δέντρο θέλει αέρα, χώρο, γη ολόκληρη να απλωθεί, όχι μια γλαστρούλα σαν κλουβί.
Αλλά αυτός ήθελε τη λεμονιά του.
Την κουβάλησε με τα πόδια, την ανέβασε, την μεταφύτεψε κι άρχισε να την χαζεύει.
Θ’άντεχε άραγε; Αυτός δεν ήξερε και πολλά από φυτά, τ’αγαπούσε όμως, ήταν τα μόνα πλάσματα που μπορούσε να φροντίζει.
Θα την φρόντιζε κι αυτή.
Έδειξε τη λεμονιά του όλο χαρά·”πολύ όμορφη είναι”, άκουσε, και χάρηκε.
Μετά από λίγες μέρες, είδε το ένα από τα τρία λεμονάκια νά’χει πέσει άψυχο στο χώμα·σφίχτηκε η καρδιά του.
“Το είδα κι εγώ αλλά είπα να μη στο πω”, άκουσε, και λυπήθηκε.
Ίσως την παραπότισε, το νερό με ρέγουλα από δω και πέρα, ας μπαίνει το καλοκαίρι, θα βάζει το πρωί την παλάμη του στο χώμα και θα νιώθει τι χρειάζονται.
Και πέρασε το ηλιοστάσιο κι ήρθε η ισημερία και τα δυο λεμονάκια παχαίνανε κι αυτός καμάρωνε.
“Δεν τα βλέπω να μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα”, άκουσε, και πείσμωσε.
“Εγώ τη βλέπω τη διαφορά, θα δεις, μια χαρά πάνε”, αντέτεινε.
Κι έφτασε χειμώνας·κι ήρθαν οι βροχές κι οι άνεμοι και το μπαλκόνι στα ψηλά ήταν σαν πύργος που σώρευε τη χαλασιά.
Άκουγε την καταιγίδα και τρόμαζε·
έβγαζε κάθε λίγο το κεφάλι του έξω να δει αν τα λεμονάκια ήταν εκεί.
Κι όταν πέρασε ο κακός καιρός βγήκε να τα δει και να τα χαϊδέψει·χαμογέλασε·είχε ξαναχαϊδέψει λεμόνια φυσικά, αλλά αυτά ήταν τα δικά του, τα παιδιά του, το ένα σχεδόν ώριμο πια, κίτρινο και τσουπωτό, σαν μπαλάκι του τέννις-αλλά με μια ακρούλα πράσινη·ήθελε κανά δυο βδομάδες ακόμα.
Γύρισε όλος χαρά να πει: “Είδες, είδες τι σου έλεγα, μια χαρά τα πήγανε, κοίτα!”
Άκουσε σιωπή, και πόνεσε.
Κανείς άλλος δεν ήταν πια εκεί, παρά μόνος αυτός και τα λεμόνια του.
Ξαναστράφηκε σκυθρωπός στη λεμονιά. Την κύτταξε αφηρημένα. Έμεινε λίγο έτσι κάτω από έναν ήλιο μικρό και κίτρινο·μετά σηκώθηκε, πήρε το ξύλινο σκαμπό και μπήκε μες το σπίτι-θα ξανάβγαινε μετά από δυο βδομάδες.
Το λεμόνι ήταν εκτυφλωτικό·είχε έρθει η ώρα του.
Η χούφτα του το αγκάλιασε, σαν τού’λεγε να μη φοβάται και με μια μαλακή κίνηση το έκοψε.
Το έφερε ψηλά και το κοίταξε·το λεμόνι του. ‘Ηταν το λεμόνι του. Του έδωσε ένα φιλί.
Το πήρε στην κουζίνα και το ακούμπησε πάνω στον ξύλινο πάγκο, δίπλα στο μαχαίρι·το άφησε για λίγο μόνο του.
Τι να σκεφτόταν το μικρό λεμόνι;
Όταν επέστρεψε κρατούσε στα χέρια του ένα ξύλινο κουτί, μ’ένα συρταράκι.
Το άνοιξε και απίθωσε μέσα το λεμόνι·το κύτταξε για τελευταία φορά κι έκλεισε το συρτάρι. Σαν προετοιμασμένος από καιρό, έφερε ένα μπεζ χαρτί περιτυλίγματος και σε λίγα λεπτά το κουτί με το λεμόνι μέσα του, είχαν γίνει ένα μικρό δέμα.
Την επομένη το πρωί το ταχυδρόμησε.