Μια γλυκιά μυρωδιά γιασεμιού γλύστρησε στα ρουθούνια του, φτάνοντας μέχρι τα άδυτα της νάρκης του. Χαμογέλασε με τα μάτια ακόμα κλειστά·θυμήθηκε το καχεκτικό γιασεμί που έδινε αγώνα χειμώνα-καλοκαίρι να απλωθεί στο τοίχο της βεράντας, στο σπίτι που μεγάλωσε. Όσοι το κοίταζαν τό’χανε για πεθαμένο, μα εκεί που το ξέγραφε και ο ίδιος, τσουπ! πρασίνιζαν οι άκρες του και πετούσε δυο-τρία άνθη. Και τότε αυτός έσκυβε να τα μυρίσει· χαιρόταν σαν να ξαναζούσε ο ίδιος.
Τώρα όμως ήταν μακριά απ’το σπίτι. Και το άρωμα που είχε εισβάλει μέσα του ήταν ανακατεμένο με τη μυρωδιά της λεπτεπίλεπτης σάρκας, ποτισμένης από τη βαριά αποφορά του ολονύχτιου έρωτα.
Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και την είδε. Μαύρα μαλλιά λυτά και τόσο μακριά, που χάνονταν στις κόχες του κρεβατιού·μια τούφα λεπτή κατηφόριζε γλείφοντας την αριστερή ωμοπλάτη κι έφτανε χαμηλά, ποιος ξέρει πού-το πάπλωμα έκρυβε το μυστικό του αγάλματος.
Τη χάζευε έτσι όπως κοιμόταν στο πλάι. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει μα δεν κρατιόταν κιόλας. Σύρθηκε μαλακά κοντά της και της φίλησε απαλά την πλάτη·ένιωσε το ρίγος της στα χείλια του.
Στο δεύτερο φιλί του την άκουσε να αναστενάζει. Μόλις τη δάγκωσε μαλακά στον αυχένα, το σώμα της κινήθηκε προς το μέρος του·κόλλησε πάνω του.
Το χέρι του άγγιξε πρώτα τη μέση της, μετά περπάτησε στην λεία κοιλιά της και ανιχνεύοντας έφτασε στο στήθος της που τον περίμενε.
Την ήθελε πολύ. Την ήθελε συνέχεια.
Δεν άντεχε άλλο. Είχε ζαλιστεί. Το χέρι του κινήθηκε βιαστικά προς τα κάτω-
Τον σταμάτησε γελώντας δυνατά· γύρισε, τον κοίταξε και τού’σκασε ένα ρουφηχτό φιλί-σαν αποζημίωση.
“Όχι”, του είπε αυστηρά αλλά χωρίς να τον μαλώσει. “Ξέρεις πως δε γίνεται, κάτι ξέχασες”.
Το βλέμμα του βυθίστηκε στα μάτια της·κατάμαυρα, σχιστά, σαν κοίτες από ρυάκια με μαύρα βότσαλα·έμεινε να κολυμπά μέσα τους.
Εκείνη έκανε μια κίνηση με το χέρι κι έπιασε κάτι δίπλα από το χαμηλό, σχεδόν στο επίπεδο του πατώματος, κρεβάτι. Ακούστηκε μια συσκευασία να ανοίγει, τα δάχτυλά της να παλεύουν με κάτι κι αμέσως μετά γύρισε προς αυτόν με μια χαρά επιτυχίας:
“Ορίστε”, του είπε και του έδειξε παιχνιδιάρικα αυτό που κρατούσε ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα. Ήταν ένα μικρό χάπι.
Αυτός πήγε κάτι να πει, εκείνη τον φίλησε μη αφήνοντάς τον να ολοκληρώσει τη φράση του, αλλά αυτή τη φορά το φιλί τους ήταν κρύο. Αυτός τραβήχτηκε και κοίταξε το μικροσκοπικό χάπι-είχε χάσει τελείως τη διάθεσή του. Δεν έκανε καμιά κίνηση να το πάρει·δεν ήθελε. Ξεκίνησε να ξαναλέει κάτι και σήκωσε το βλέμμα του να την κοιτάξει.
Αυτό που είδε τον τρόμαξε.
Τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει·ήταν σαν το κατάμαυρο χρώμα από τις κόρες της να είχε ξεχυθεί στο ασπράδι των ματιών και να το είχε γεμίσει·μια γυαλάδα είχε απλωθεί πάνω τους και τα φρύδια είχαν τραβηχτεί και μοιάζανε με μαύρες χαρακιές στις άκρες απ’τις κόχες· όλο της το πρόσωπο είχε στεγνώσει, ο λαιμός είχε ρουφηχτεί και οι κλείδες φαντάζανε σα ρίζες από δέντρο χρόνια ξεραμένο· γύρω από το στήθος της πού είχε απομείνει χωρίς χυμούς πάλλονταν φλέβες σαν ποτάμι λάβας που ετοιμαζόταν να χυθεί·το μακρύ της χέρι τινάχτηκε και του άρπαξε το πρόσωπο·το άλλο της χέρι σηκώθηκε μπροστά του και με μια απότομη κίνηση έχωσε στο ανήμπορο στόμα του το χάπι·τον άφησε να σωριαστεί στο στρώμα.
Την κοίταξε·απελπισμένος.
Η φωνή του μόλις που ακούστηκε να λέει:
“μικρή μου Χασιμότο…”
και τα μάτια του έγιναν βαριά, όλο και πιο βαριά.
…
Μια γλυκιά μυρωδιά γιασεμιού γλύστρησε στα ρουθούνια του φτάνοντας μέχρι τα άδυτα της νάρκης του-
*Χασιμότο
(η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα που σχετίζεται με τη διαταραχή του θυρεοειδούς κι ένα από τα χαρακτηριστικά του συμπτώματα είναι η κατάθλιψη. Ο ασθενής μπορεί με φαρμακευτική αγωγή, συνήθως δια βίου, να ελέγξει τη λειτουργία του αδένα και να επαναφέρει τις ορμόνες του θυρεοειδούς σε φυσιολογικά επίπεδα. O Hakaru Hashimoto ήταν ο πρώτος που παρατήρησε τη νόσο, η οποία αργότερα πήρε το όνομά του.)
Μπορώ να πω ότι το μισό κείμενο με συνεπήρε και το άλλο μισό με τρόμαξε.
Αυτόσημαίνει ότι υπάρχει μία δυναμική στη γραφή.
Πάντως η κατάθλιψη θέλει προσοχή.