“Χρόνια τό’χεις, τό’χεις χρόνια; Παλιό φαίνεται, ωραίο ποδήλατο όμως, ωραίο είναι. Α, τριάντα χρόνια, τόσα ε, αντίγραφο ναι, ναι, αντίγραφο, κατάλαβα, κατάλαβα·
…
Κρύο, κάνει σήμερα ε, κρύο αν και τι κρύο δηλαδή, εντάξει εγώ είμαι από τα Σφακιά, κι εκεί έχει πάνω πολύ κρύο δηλαδή, εσύ από πού είσαι, κρητικός μου φαίνεσαι, καλά λέω; έτσι, έτσι, είπες “μπράβο, μπράβο”, το κατάλαβα πως είσαι κρητικός· από πού είσαι Ρέθυμνο; Αθήνα; ε, τι Αθήνα, μη λες Αθήνα, ντροπή, α Χανιά, πού Σούδα;Σούδα; Α, Αποκόρωνα, έχω ένα φίλο από Καλύβες, μικρό χωριό οι Καλύβες ε; Τι, δεν είναι μικρό, όχι, ε; Εγώ δεν έχω πάει, εγώ πάνω απ’ τον Καλλικράτη είμαι, έχεις πάει; ε, πώς να μην έχεις πάει, κρύο εκεί πολύ, έχω καιρό να πάω, εδώ τώρα, μου λείπει, αλλά έτσι είμαστε εμείς οι κρητικοί την Κρήτη τη φέρνουμε μέσα μας ε; έτσι είμαστε, κοίτα να δεις σύμπτωση που σε βρήκα, ωραία που έχει κρητικούς στην Αθήνα, έχομε γιομίσει ξένους, λιγότεροι είμαστε δα οι Έλληνες, σε λίγο μόνο ξένοι θά’ναι εδώ, τι; ναι αυτό να μου πεις, χαχα, οι κρητικοί δεν είμαστε έλληνες, είμαστε άλλοι, ανεξάρτητοι, ναι, έχεις δίκιο, έχεις δίκιο·
…
Να δούμε και τι θα κάνομε σήμερα, ε η Σεβίλλη δεν είναι δα και Μπαρτσελόνα, ε , τι λες, θα τους νικήσομε; Άμα παίξομε καλά μπορεί και- α, ΑΕΚ είσαι, ε και τι σημασία δα έχει, ελληνική ομάδα παίζει, ε, τώρα, τι’ν’αυτά που λες, αυτός ο Μελισσανίδης σας μεγάλη απάτη, κάποτε βγάζαμε και κανά φράγκο από το στοίχημα, τώρα τίποτα, τίποτα, τά’χει κάνει πλακάκια με τους Τσέχους και ο κοσμάκης δε βγάζει τίποτα, μόνο κάποιοι κωλόφαρδοι, ξέρω φίλο πήρε εξακόσια ευρώ, κωλόφαρδος ε, χαχ, πολύ κωλόφαρδος, τι ο Μαρινάκης, τι σού’χει κάμει ο Μαρινάκης, ε, εντάξει ναι, ναι έχεις δίκιο, όλοι λαθρέμποροι ναι, αυτοί τά’χουν βρει και την πληρώνουμε εμείς, σιγά μην πάει κανείς φυλακή από αυτούς, εγώ κι εσύ θα πάμε φυλακή, για ένα χιλιάρικο· Περιστέρι μένω, Σπανός ναι χαχ, έχω πάει να δω Ατρόμητο, δε ξέρω αν θυμάσαι που τον βρίζανε και τέτοια, εγώ ήμουνα, εγώ το ξεκίνησα, “λαμόγιοοοο” του φώναξα κι άρχισε όλο το γήπεδο μετά, ναι, χαχα· έχομε κι ένα σπίτι στο Αυλάκι, όχι εγώ η αδελφή μου δηλαδή, πάω πότε-πότε, α ξέρεις από κει , πήγαινες κοπελακι; άκου να δεις χαχ, ναι μπράβο, δίπλα στην πλαζ, πού’χει εκείνη την καφετέρια, κλέφτες, μεγάλοι κλέφτες, παίρνεις μια βλακεία και σου λέει δέκα ευρώ, τι δέκα ευρώ ρε κλέφτη , είπαμε να κλέβουμε αλλά όχι κι έτσι· περνάς την καφετέρια και είναι δυο, τρεις, στροφές πάνω το σπίτι·
…
τώρα έρχομαι από Κηφισιά, δουλεύω πάνω, δεν ξέρω αν ξέρεις εκεί μετά το ΚΑΤ, σε μια αντιπροσωπεία, ναι μπράβο, εκεί·έχεις παιδιά; μικρός είσαι, πόσο σαράντα είσαι; α, είσαι τόσο κι εγώ πενηνταπέντε, δεν έχεις ε, ούτε εγώ έχω παιδιά, έχεις αδέρφια με παιδιά; έχεις, έτσι, μπράβο, κι εγώ το ίδιο, ε γι’αυτά δουλεύομε, αυτά είναι τα παιδιά μας, δεν υπάρχει τίποτ’άλλο, η μάνα μου πέθανε το Οκτώ κι ο πατέρας μου κι αυτός πέθανε, σφακιανός, κι αυτή σφακιανή, είχε απομείνει η κακομοίρα τριάντα κιλά, τι μπορείς να κάμεις άμα έχει φτάσει τριάντα κιλά, τι, τι να κάμεις, τίποτα δεν μπόρεσα να κάμω, τίποτα·τίποτα…
Σταθμός ΑΤΤΙΚΗ
-πέρνα καμιά μέρα από τη δουλειά, ωραία τά’παμε, να πάρε και μια καραμελίτσα, να κι άλλη μία γιατί είσαι εντάξει, σε ζάλισα ε, τι φταις κι εσύ, συγνώμη, γεια σου γεια.”