Την ενδιέφεραν πολύ τα μαθήματα Tango· ή Ταγκό όπως το έλεγαν πάντα οι γονείς της·δεινοί χορευτές και οι δύο, ερασιτέχνες κι ερωτευμένοι, σε μιαν άλλη εποχή, γεμάτη χοροεσπερίδες και μπαλ-μασκέ και κονφετί παντού, να καλύπτουν πέφτοντας τις στάχτες που είχε αφήσει φεύγοντας ο πόλεμος. Ήταν λοιπόν, κάτι σαν προσωπικό της απωθημένο.

Δίπλα στο καινούριο σπίτι-είχε μετακομίσει μόλις λίγες βδομάδες πριν-είχε δει μια σχολή χορού, από αυτές τις συνοικιακές με τις εντυπωσιακές ταμπέλες και τα πολύχρωμα διαφημιστικά φυλλάδια, που δίδασκαν από “μοντέρνους χορούς” και χιπ-χοπ, μέχρι δημοτικούς και κλασσικούς.

Στην πινακίδα δίπλα στην είσοδο έγραφε με μικρότερα γράμματα, αμέσως κάτω από τους κλασσικούς, “Tango”.

Το είχε παρατηρήσει κι όλο έλεγε να μπει να ρωτήσει, “έτσι για πλάκα”.

Ένα απόγευμα, γυρίζοντας από τη δουλειά και περνώντας απ’έξω, το πήρε απόφαση. Διέσχισε την ορθάνοιχτη πόρτα, ανέβηκε τα σκαλιά και έφτασε στην υποδοχή. Εκεί την περίμενε μια χαμογελαστή γραμματέας, η οποία την πληροφόρησε για τις μέρες, τις ώρες και την τιμή, την παρότρυνε, αν είχε λίγη ώρα, να μπει να δει λίγο από το μάθημα Tango, που γινόταν τώρα στην πάνω αίθουσα.

Δεν ήταν προετοιμασμένη, ντρεπόταν και λίγο, “μα δε θα χορέψετε, θα δείτε μόνο”, επέμενε η κοπέλα στην υποδοχή “εντάξει” , συμφώνησε με ένα αμήχανο χαμόγελο.

Ανέβηκαν την παλιά ξύλινη σκάλα που έστριβε σαν μεθυσμένη προς τα πάνω, οδηγώντας στον πρώτο όροφο. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο ερχόταν σαν αύρα ο ήχος του μπαντονεόν. Αναγνώρισε τις νότες του Vuelvo al Sur, του Piazzola·είχε αγοράσει πριν πολλά πολλά χρόνια το δίσκο-το βινύλιο φυσικά-ήταν από τα αγαπημένα της. Η κοπέλα άνοιξε μαλακά την πόρτα και μπήκαν στην αίθουσα.

Υποφωτισμένη, με ζεστά χρώματα, παράθυρα παντού γύρω-γύρω, αλλά τα παντζούρια άφηναν ελάχιστο φως να περάσει από τις γρίλλιες. Μια γλυκιά μυρωδιά από γυναικεία αρώματα πλανιόταν στην ατμόσφαιρα κι ένα αεράκι σε δίνες χάιδευε το πρόσωπό της-από πού να’ρχόταν;

-Σιλουέτες που στροβιλίζονταν  και μακριά φορέματα που ανέμιζαν·δέκα, δώδεκα ζευγάρια πόδια κινούνταν κοφτά σε γωνίες και μόλις το μετάνιωναν, ζωγράφιζαν στον αέρα καμπύλες μέχρι να καταλήξουν στο πάτωμα·το κάθε ζευγάρι αναζητούσε το ταίρι του, να μπλεχτεί με λαχτάρα, εκεί ανάμεσα, γάμπα με γάμπα· και τα μπράτσα να στηρίζουν δυνατά τις δίνες. Κορμιά μαλακά σαν μπάλες κι ευθυτενή σαν κατάρτια που υπέκυπταν στον άνεμο. Τα κεφάλια πότε ριγμένα πίσω, πότε μπροστά, να κοιτάζουν τον εραστή με χείλη σφραγισμένα, στα μάτια· Τα μάτια. Δεν ξεχώριζε χρώματα και βλέμματα, μόνο ένιωθε το ρεύμα σαν σπινθήρα να τινάζεται από τον ένα πόλο στον άλλον και μετά σαν κεραυνός να χτυπά ακαριαία όποιον κοιτούσε.

Είχε απομείνει να κοιτάζει·δεν κατάλαβε πόση ώρα, είχε περάσει. Γύρισε να μιλήσει στην κοπέλα αλλά δεν ήταν πια εκεί. Το βλέμμα της χώθηκε πάλι στις σκιές που γλυστρούσαν και τις ακολούθησε μέχρι που στάθηκε σ’ένα σημείο. Εκεί το φως έφτανε ελάχιστα. Διέκρινε μια φιγούρα· κινιόταν ακολουθώντας τα κύματα της μουσικής αλλά χωρίς να υπακούει στις χορογραφίες. Τα χέρια χόρευαν από τα ακροδάχτυλα, μετά μαζεύονταν μέσα στη φωλιά που έφτιαχνε ο κορμός γι’αυτά, το κεφάλι έσκυβε κρύβοντας το πρόσωπο και μετά ξαφνικά έστριβε στο πλάι με ένα τίναγμα·τα πόδια έρρεαν , δεν υπήρχαν βήματα, ήταν σαν να περπατούσε πάνω στο κύμα·μετεωριζόταν και μετά βουτούσε και ξαφνικά το σώμα στροβιλιζόταν γύρω από τον εαυτό του, μία, δύο, τρεις, έφτασε στο όριο του σκοταδιού κι εκεί το εγκατέλειψε βγαίνοντας στο φωτισμένο δάπεδο·τα χέρια άνοιξαν διεκδικώντας το χώρο τους·τα υπόλοιπα ζευγάρια διακριτικά άφησαν χώρο και συνεχίζοντας τις κινήσεις τους μαλακά, έδωσαν στη φιγούρα τον αέρα που ζητούσε.

Το έκαναν σαν να ήξεραν, σαν να περίμεναν αυτή τη στιγμή. Και η φιγούρα συνέχισε το “τελετουργικό”.

Ήταν ένας άντρας·αδιευκρίνιστης ηλικίας. Πυκνά γένια κάλυπταν το πρόσωπό του και τα μαλλιά του σγουρά και απεριποίητα. Όταν σήκωσε το πρόσωπο προς το φως, φάνηκε καθαρά πώς είχε τα μάτια κλειστά·συνέχεια.

Και συνέχισε να χορεύει. Και σε μια στιγμή ο παράξενος χορός, άρχισε ν’ακολουθεί τα βήματα του Tango. Τα βήματα του καβαλιέρου·χωρίς όμως τη ντάμα.

Χόρευε μόνος. Τελείως μόνος.

Και συνέχισε, υπακούοντας πλέον στους “κανόνες”. Αλλά με έναν δικό του τρόπο·το κορμί του έσπαγε, έστριβε, πέταγε γύρω από την απούσα γυναίκα, δεχόταν τα αόρατα χάδια της, την έπιανε πότε με το ένα, πότε και με τα δυο του χέρια από το δαχτυλίδι της μέσης της, τη γυρνούσε, τα πόδια του αγκάλιαζαν τους γοφούς της, το χέρι του χάιδεψε το κεφάλι της και τα χείλη του ήρθαν κοντά στα χείλια που δεν ήταν εκεί-

-και τότε σωριάστηκε κάτω.

Της έφυγε μια μικρή φωνή έκπληξης. Όλα τα μάτια γύρισαν πάνω της. Η μουσική συνέχισε· κανείς άλλος δεν είχε φανεί να ανησυχεί. Αφού την περιεργάστηκαν λίγο, ξαναγύρισαν στις αγκαλιές τους και συνέχισαν το χορό γύρω από τον πεσμένο άντρα. Αυτός παρέμενε στο πάτωμα, ανασαίνοντας βαριά. Όσο περνούσαν οι στιγμές η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο ελαφριά μέχρι που ηρέμησε τελείως. Έμεινε λίγο ακόμα εκεί· Ύστερα σηκώθηκε με αργές κινήσεις και επέστρεψε στα σκοτάδια του.

Δεν ήθελε να μείνει άλλο·έψαξε την πόρτα και βγήκε έξω·κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες. Στην υποδοχή είδε την κοπέλα·ήθελε να φύγει κατευθείαν αλλά δεν ήθελε να φανεί αγενής. Η κοπέλα την κοίταξε. Την ρώτησε πως της φάνηκε, εκείνη απάντησε διπλωματικά και έγινε μια παύση.

“Εκείνος ο άντρας”, ρώτησε με δισταγμό, “που χορεύει μόνος”.

“Α, ναι…Πανέμορφο, ε; Χορεύει πολλά χρόνια, είναι ερωτευμένος με το τάνγκο-”

“Γιατί όμως μόνος; Το τάνγκο χρειάζεται δύο.”

“Δεν χόρευε πάντα μόνος·αλλά με τη γυναίκα του. Μια μέρα αυτή δεν ξανάρθε· κι αυτός δεν ξαναχόρεψε ποτέ με άλλη. Δεν γνωρίζω γιατί.”

“Και στο τέλος-”

“Ο χορός του δεν τελειώνει ποτέ·ημιτελής· περιμένει· ποιος ξέρει.”

Την ευχαρίστησε κι εμφανώς ταραγμένη βγήκε έξω στο δρόμο.

Το περιστατικό δεν έφυγε ούτε στιγμή από το μυαλό της τις επόμενες μέρες. Την έλκυε η εικόνα, τη γοήτευε, την είχε κυριεύσει και ταυτόχρονα την τρόμαζε, σαν κάτι απόκοσμο.

Αποφάσισε να ξαναπάει· να γραφτεί και να ξεκινήσει τα μαθήματα. Πήρε τηλέφωνο. Δεν το σήκωνε κανείς. Προσπάθησε και την επόμενη μέρα, τίποτα. Πήγε εκεί. Η πόρτα ήταν αμπαρωμένη και η ταμπέλα σβηστή. Πέρασε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Ένα βράδυ βρήκε επιτέλους την πόρτα μισάνοιχτη·την έσπρωξε ελαφρά και κοίταξε προς την υποδοχή. Είδε την κοπέλα να μαζεύει χαρτιά σε κούτες. Γύρισε προς το μέρος της·την αναγνώρισε, της χαμογέλασε και κατέβηκε στην εξώπορτα.

Της εξήγησε, πως δεν έβρισκε κανένα στο τηλέφωνο, είχε περάσει αρκετές φορές, και πως ήθελε να γραφτεί στα μαθήματα τάνγκο.

“Δεν γίνονται πια μαθήματα, η σχολή δυστυχώς έκλεισε”, “μα γιατί;” ρώτησε όλο απορία.

“Ο άντρας, εκείνος.”

Σφίχτηκε.

“Ένα απόγευμα δεν ξανασηκώθηκε.”

Η πόρτα έκλεισε αργά μπροστά της.

Έμεινε να κοιτάζει την ταμπέλα. Παράξενο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της μήπως έκανε κάποιο λάθος. Ξαναδιάβασε καθαρά τη λέξη.

Έγραφε “Ταγκό”.

Αποτέλεσμα εικόνας για vuelvo al sur

 

 

 

Άφησε ένα σχόλιο