Είχε τυλιχτεί με την κουβέρτα όσο πιο σφιχτά γινόταν·είχε χωθεί ολόκληρος από κάτω, σαν έμβρυο και τα πόδια του είχαν μπλεχτεί όσο μπορούσαν με την άκρη του μάλλινου σκεπάσματος, κλείνοντας κάθε χαραμάδα·ήταν μέσα στο κουκούλι του.
Χρειαζόταν όμως ανάσες·πνιγόταν· αλλά το τρέμουλο που τον κυρίευε δεν τον άφηνε να ξεμυτίσει. Κρύωνε ακόμα, κρύωνε πολύ. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως σε λίγο η θερμότητα που απέβαλε το σώμα του θα τον ζέσταινε και θα μπορούσε τουλάχιστον να βγάλει τη μύτη του από το κουκούλι.
Αλλά ένα σώμα μόνο του, αργεί πολύ να ζεσταθεί.
Είχε υπομονή. Ήξερε μες τον ύπνο του πως ανέβαζε πυρετό, έκαιγε η πλάτη του, όπου νά’ναι και τα πόδια του. Έκαιγε και κρύωνε·το αιώνιο παράδοξο-“μην το σκέφτεσαι αυτό τώρα, τυλίξου, τυλίξου.”
Προσπαθούσε μες τον ελάχιστο χώρο να αλλάξει στάση·ήταν αδύνατον. Μπορούσε μόνο να στρίψει ελαφρά τον κορμό του. Σαν μια ζώνη σφιχτή να τον κρατούσε στη θέση του. Μεταξύ ύπνου-ξύπνιου προσπάθησε να βρει αυτή τη ζώνη, να την ξεσφίξει. Ψαχούλευε στο σκοτάδι αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Η ανάσα του είχε βαρύνει. Το οξυγόνο είχε λιγοστέψει, το διοξείδιο είχε αρχίσει να γίνεται περισσότερο, θα έπρεπε ή να βγει στον καθαρό αέρα ή να βάλει μια μάσκα οξυγόνου·γέλασε-πολύ και ανάλαφρα, τον ξεκούραζε αυτό όταν “κοιμόταν”.
Ήλπιζε να αρχίσει σύντομα να ιδρώνει·ήταν ο μόνος τρόπος. Τουλάχιστον ας τον ξανάπαιρνε ο ύπνος να μη σκεφτόταν και να ξυπνούσε με το φως. Το φως. Τον έκανε πάντα να νιώθει καλύτερα·άλλη μια μέρα ζωής.
Ξαφνικά άρχισαν να του έρχονται στο μυαλό δέντρα·πρασινάδες, λίμνες, βούρλα, κλαδιά, ρυάκια κι ένα δροσερό αεράκι που φυσούσε ανάμεσά τους-σε μια ησυχία. Το αεράκι φύσηξε στο ιδρωμένο του πρόσωπο κι αυτός άρχισε να το ρουφάει άπληστα με τα ρουθούνια και το στόμα·και ξαφνικά πάει, χάθηκε·όλη η εικόνα, τα πάντα.
Σφίχτηκε·μούγκρισε μέσα στο κουκούλι που βρισκόταν, ήθελε πίσω το αεράκι και τις λίμνες με τα δέντρα, γιατί του τα πήρανε, κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό, άρχισε να στριφογυρίζει, σίγουρος πως κάποιος τρόπος θα υπήρχε να επιστρέψουν-
-ένα κουμπί.
Κάπου υπήρχε σίγουρα ένα κουμπί, κάπου εκεί μέσα, απλά έπρεπε να το βρει. Άρχισε να ψάχνει με το χέρι του, δεν έφτανε, χρειαζόταν και τα δύο χέρια, ελευθέρωσε και το δεύτερο που το είχε σκεπάσει με το σώμα του να ζεσταθεί, προσπάθησε να ανασηκωθεί ελαφρά αλλά η “ζώνη” δεν του επέτρεπε, ήθελε, ήθελε πολύ, και αυτή η ζέστη μεγάλωνε και ο αέρας είχε σχεδόν στερέψει και τα μάτια του ήταν ακόμα κλειστά, σκοτάδι παντού, αυτός περίμενε το φως να ξεμυτίσει, και ξαφνικά ένας ίλιγγος τον πιάνει, ένας φριχτός ίλιγγος, σαν να τον είχαν κρεμάσει ανάποδα και τα σωθικά του πήγαν να τον πνίξουν, μετά σαν να ίσιωσε πάλι και μετά ξανά σαν να περιστρεφόταν, θα ορκιζόταν πως αυτό συνέβαινε, πως περιστρεφόταν αλλά ήξερε πως αυτό ήταν αδύνατον και πως ο πυρετός τού’παιζε παιχνίδια. Ξαφνικά σταμάτησαν οι “περιστροφές”.
Δεν καταλάβαινε, τι γινόταν. Έσφιγγε τα βλέφαρά του δυνατά για να μείνουν κλειστά, όταν-
-για μια στιγμή φωτίστηκαν ελαφρά· πίστεψε πως ήταν τα δέντρα του πάλι αλλά όχι·ήταν Φως! Το Φως! Ήρθε, ξημέρωνε, έκανε μια έτσι και τινάχτηκε έξω από το κουκούλι του, να χορτάσει την καινούρια μέρα·άνοιξε τα μάτια-
-κοίταξε έξω από το φινιστρίνι. Κατακόκκινες ακτίνες τον έλουζαν. Η ζέστη υποχωρούσε·είχε έρθει η ώρα να φορέσει το σκάφανδρο της στολής του. Σκούπισε τον ιδρώτα του και χαλάρωσε λίγο την ζώνη να πάρει μια ανάσα· Μετά την έσφιξε πάλι όσο πήγαινε. Κοίταξε τις ενδείξεις στα όργανα πλοήγησης, έκανε τους απαραίτητους χειροκίνητους ελέγχους και ξάπλωσε πίσω στη θέση του.
Τώρα απλά περίμενε.
“Διόρθωση γωνίας προσέγγισης. Σε τρεις ώρες είσοδος στην Ατμόσφαιρα του Κέπλερ-4Β”,
είπε η μεταλλική φωνή.
Καλύτερα αυτό το Φως, παρά καθόλου Φως.