Είχαν περάσει χρόνια. Πολλά χρόνια. Κι αυτός βρισκόταν πάλι εκεί, σ’αυτή την μικρή παραλία με τις μικρές τις πέτρες και τα σκόρπια βραχάκια στο βυθό. Ακριβώς γι’αυτό ελάχιστοι τουρίστες πάταγαν πόδι. Τα παιδιά όμως του χωριού την λάτρευαν από παλιά. Μεγάλωναν σ’αυτήν, τσαλαβουτούσαν μέσα της, κολυμπούσαν στα βαθιά της, βουτούσαν και κρατούσαν μέχρι το Νησάκι την ανάσα τους. Ποιος θα αντέξει πιο πολύ;
Αυτός·είχαν περάσει χρόνια όμως. Πολλά χρόνια. Και καθόταν ανακούρκουδα στην ίδια την παραλία αλλά το βλέμμα του δεν πλανιόταν στη θάλασσα. Κοιτούσε επίμονα μια βάρκα, αναποδογυρισμένη εκεί κάτω από τον ευκάλυπτο, μέσα στην εμπασιά που προστάτευε δυο τρεις βάρκες από τον Πουνέντη. Όλες τραβηγμένες έξω κι αναποδογυρισμένες πάνω σε λάστιχα-να ξεχειμωνιάσουν. Αυτόν, τον ενδιέφερε η άσπρη. Μικρούλα, άντε να χωρούσε τρία άτομα, πλαστική, με ελάχιστα ξύλινα μέρη.
Την κοιτούσε ώρα, αμίλητος. Ύστερα σηκώθηκε και την πλησίασε από τη μία μπάντα. Με το χέρι του ψηλάφισε κάτι διαλυμένα αυτοκόλλητα. Δεν ξεχώριζες τίποτα. Και όπου είχαν φύγει είχε ξεμείνει αδιόρατα η σκιά του γράμματος από την κόλλα:
ΗΡ Α ΛΥ 1030
Χαμογέλασε. Χάιδεψε το ξεφτισμένο όνομα. Νηρηίδα. Το “Νηρηιδάτσι” όπως το έλεγαν με τον “Ναύτη”. Τον “Ναύτη” του. Το κεφάλι του χαμήλωσε στη σκέψη.
Πήρε τα σκαλιά για το σπίτι. Έσπρωξε την πόρτα της αυλής με δύναμη και διέσχισε το πάνω κτήμα. Έφτασε έξω από το ξύλινο αποθηκάκι. Πήρε το κλειδί που κρεμόταν, ξεκλείδωσε τη σκουριασμένη κλειδαριά και μπήκε.
Παλιά σιδερένια κρεβάτια εκστρατείας και δυο μεγάλες κούτες. Στον τοίχο ακουμπισμένα δυο ζευγάρια ξύλινα κουπιά, από αυτά τα παλιά-μακριά και λεπτά, σα να κάνεις κουπί με οδοντογλυφίδες. Στο πάτωμα , στη γωνία ακουμπισμένες δύο άγκυρες, μια μικρή και μια μεσαία με τις καδένες και τα σκοινιά τους. Η μια ήταν της βάρκας, η άλλη για το ρεμέτζο.
Γονάτισε κι έψαξε τις κούτες. Μέσα σε μια θήκη που φύλαγε κάποτε μια μάσκα βρήκε αυτό που έψαχνε-τον πείρο της βάρκας μαζί με έναν δεύτερο, να βρίσκεται. Τους έβαλε και τους δύο στη τσέπη και σηκώθηκε. Πήρε από το άλλο κουτί δυο σκαρμούς, έβαλε και τα κουπιά στους ώμους και κατέβηκε στο γιαλό. Στη δεύτερη γύρα κουβάλησε και την μικρή άγκυρα.
Τώρα του λείπανε “τα χέρια” για να τη τουμπάρει και να τη ρίξει στο νερό. Κοίταξε προς την ταβέρνα. Οκτώβρη μήνα, άνθρωπος δεν πατούσε να φάει πια. Ήξερε όμως πως από πάνω μένανε τα δυο αδέλφια που δούλευαν το καλοκαίρι σερβιτόροι και το χειμώνα εργάτες στο χωριό. Σε λίγο χτυπούσε την άβαφη πόρτα.
Άνοιξε ο μεγάλος, λίγο ξαφνιασμένος. Του εξήγησε τι χρειάζεται κι αυτός έμεινε λίγο να τον κοιτάει. Δε ρώτησε. Έστρεψε τη φωνή του προς το σπίτι μέσα και φώναξε μονοκόμματα τον αδελφό του. Ήρθε αυτός από μέσα νυσταγμένος, αντάλλαξαν λίγα βαλκανικά και μ’ένα “πάμε” τον ακολούθησαν.
Το Νηρηιδάκι μέσα σε πέντε λεπτά ακουμπούσε μαλακά πάνω στα κύματα κι αυτά στη σειρά, το ένα πίσω από τ’άλλο, το άγγιζαν, το χάιδευαν, το προσπερνούσαν και το αποχαιρετούσαν.
Αυτός είχε ήδη πηδήξει μέσα, είχε βάλει τους σκαρμούς, είχε περάσει τα κουπιά και τώρα έκανε την καντηλίτσα στην άγκυρα. Τα αδέρφια τον κοιτούσαν όρθια από τα βότσαλα.
Ήταν όλα έτοιμα. Έλεγξε μια τελευταία γύρα, αν έλειπε κάτι και μετά κοίταξε προς την παραλία. Τα αδέρφια τού έγνεψαν με την παλάμη ψηλά. Αυτός αντιχαιρέτησε, έμεινε λίγο να μετεωρίζεται και μετά έκατσε με την πλάτη πλώρα βυθίζοντας τα κουπιά στο νερό.
Προς τα πού θα πήγαινε; Δεν είχε ιδέα. Θα τραβούσε κουπί κατά κει στις παλιές τις ρότες τους κι έβλεπε μετά. Μόνο να μην έχανε την ακτή από τα μάτια του γιατί ήταν ήδη απόγευμα και δε θα αργούσε πολύ να νυχτώσει.
Άρχισε να κωπηλατεί αργά μα σε ρυθμό-ήξερε δε θα κουραζόταν έτσι.
Άκουγε τον ανεπαίσθητο ήχο που έκανε το ξύλο όταν βουτούσε και μετά όταν ξανάβγαινε να πάρει ανάσα. Ανάπνεε κι αυτός μαζί και με κάθε εισπνοή ένιωθε τη θάλασσα να μπαίνει στα ρουθούνια του.
Έστριψε με μια αδιόρατη κίνηση κι έβαλε το Νηρηιδάκι σε πορεία κόστα κόστα. Ήθελε να χαζέψει στο πορτοκαλί σούρουπο τα αρχοντικά που δέσποζαν στους γκρεμούς εγκαταλελειμμένα. Πόσα από αυτά είχαν “αγοράσει” στις παλιές τους τις βαρκάδες με τη φαντασία τους;
Κράτησε τα κουπιά στον αέρα-η Νηρηίδα συνέχισε λίγο μόνη. Αυτός κάρφωσε το βλέμμα του στο σπίτι με τα κόκκινα παράθυρα, μέχρι να το περάσει. Κάτι σαν φόρος τιμής.
Δεν ήταν καλή ιδέα τελικά. Ίσως θά’πρεπε να γυρίσει. Μα τώρα ήταν στο νερό και το νερό δε σ’αφήνει. Τα κουπιά βυθίστηκαν απότομα και το βαρκάκι έβαλε ρότα για τ’ανοιχτά. Ήξερε πως δεν είχε χρόνο, πως σκοτείνιαζε σιγά-σιγά και πως δεν είχε πάρει δελτίο καιρού και ο Οκτώβρης ποτέ δεν ήξερες τι θα βγάλει.
Δεν τον ένοιαζε. Τα μπράτσα του ανεβοκατέβαιναν τώρα πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, λες και ήθελε να χάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν από τα μάτια του το σπίτι με τα κόκκινα παράθυρα.
Κωπηλατούσε μανιασμένα. Ο μισός ουρανός ήταν πια φούξια και ο μισός μαύρος.
Άφησε τα κουπιά να πέσουν κι απόμεινε να χαζεύει το πάλεμα στον ουρανό. Περίμενε. Ήξερε σε λίγο θα φαινόταν καλά. Εκεί, σχεδόν στο ζενίθ του τέτοια ώρα, αυτήν την εποχή. Το Νηρηιδάκι απέμεινε έρμαιο να σαλεύει κι ο καπετάνιος του με το στόμα μισάνοιχτο να στηλώνει το βλέμμα στο στερέωμα. Πόση ώρα έτσι; Ούτε που θυμόταν. Και να, νάτος εκεί στα όρια του Γαλαξία, λαμπερός και λάγνος-ο Βέγας. Άστραφτε και λαμπύριζε και διηγιόταν ιστορίες. Κι ο καπετάνιος της Νηρηίδας τον άκουγε. Κι έκλεινε τα μάτια να φανταστεί και μετά τα ξανάνοιγε να χορτάσει. Και το δροσερό αεράκι του σούρουπου γινόταν φρεσκαδούρα της νύχτας και τα κύματα δεν χάιδευαν το βαρκάκι πια, μόνο το πιλατεύανε και το σπρώχνανε κι αυτός τίποτα δεν ένιωθε, σαν κούνια τον νανούριζε και σε στιγμές αποκοιμιόταν. Μόνο κάποια στιγμή που ξανάνοιξε τα μάτια να βρει τον Βέγα του, βρήκε μόνο κατάμαυρα τα σύννεφα και σκοτεινά, να κατεβαίνουν χαμηλά και ίσαμε να συνέλθει τού’ρθε η πρώτη ριπή της καταιγίδας, μούσκεμα, γλυκό νερό αλμυρό νερό ούτε που πρόλαβε να καταλάβει, κύμα και βροχή μαζί , το Νηρηιδάκι να ταλαντεύεται , να τρέμει, να παλεύει κι αυτός αρπάζει τα κουπιά να το γυρίσει προς το νησί, μα ποιο νησί τίποτα δεν φαινόταν και ο Βέγας πουθενά να του δείξει το δρόμο, τα κουπιά στενάζανε ανήμπορα, η θάλασσα τό’κανε το Νηρηιδάκι ό,τι ήθελε, μια το ανέβαζε ψηλά, μια το βούλιαζε, το κορόιδευε-αυτό έκανε- κι αυτό αν είχε λαλιά θά’κλαιγε, έκλαιγε όμως αυτός και φώναζε, τον Ναύτη φώναζε, του κάκου, μέσα στην απόγνωσή του έκανε να μαζέψει τα κουπιά να τα σώσει, μα κάνει έτσι και τού’χε μείνει μόνο το ένα, πάλεψε να βγάλει το σκαρμό, είχε φρακάρει αυτός, έκανε να τραβήξει τη θηλιά όλη μαζί να βγάλει το κουπί, μα το σκοινάκι διαλύθηκε στα χέρια του, έφυγε βαρύ και τ’άλλο το κουπί στα κύματα, ούρλιαξε αυτός, είδε τον αφρό να ορμά κατά πάνω του τυλίχτηκε στα μπράτσα του, λες κι αυτό θα τον έσωζε, βούτηξε στο δάπεδο να καλυφθεί όσο μπορούσε, έσκασε όλος ο μανιασμένος αφρός μέσα και μετά ξανά και ξανά κι αυτός είχε μαζευτεί, σα θρουμπίλι στο καβούκι του είχε γίνει και πια δεν κοιτούσε μόνο τον Ναύτη του σκεφτόταν πώς του άρεζε το κούνημα της βάρκας κι ένα πνιχτό γέλιο τού’ρθε, πού νά’βλεπε αυτό το κούνημα τώρα και σαν κάπως το γέλιο να τον γαλήνεψε, το χαμόγελο εκείνο από παλιά να τον ειρήνεψε και κάπως έτσι, με το νερό να στάζει πάνω του, τον πήρε ο ύπνος.
Τότε είναι που παρουσιάστηκε η αλεπού.
-Καλημέρα , είπε η αλεπού.
-Καλημέρα, αποκρίθηκε ευγενικά ο μικρός πρίγκηπας και γύρισε, μα δεν είδε τίποτα.
-Εδώ είμαι, είπε μια φωνή , κάτω απ’την μηλιά…
-Ποια είσαι; είπε ο μικρός πρίγκηπας. Μού φαίνεσαι πολύ όμορφη…
-Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
-Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκηπας. Είμαι τόσο λυπημένος…
-Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δεν μ’έχουν ημερώσει.
-Α! με συγχωρείς, έκανε ο μικρός πρίγκηπας.
Το σκέφτηκε όμως και πρόσθεσε: -Τι πάει να πει “ημερώσει”;
-Εσύ δεν είσαι από δω, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;
-Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκηπας. Τι πάει να πει “ημερώσει”;
-Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγούνε. Μεγάλος μπελάς! Ανατρέφουν όμως και κότες. Αυτό είναι το μόνο τους όφελος. Κότες γυρεύεις;
-Όχι, είπε ο μικρός πρίγκηπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει “ημερώσει”;
-Είναι κάτι που παραμελήθηκε πολύ, είπε η αλεπού. Σημαίνει “να δημιουργείς δεσμούς…”.
-Να δημιουργείς δεσμούς;
-Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο με άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δεν σ’έχω ανάγκη. Μήτε κι εσύ μ’έχεις ανάγκη. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια μ’ εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Αν όμως με ημερώσεις, ο ένας θα έχει την ανάγκη του άλλου. Για μένα εσύ θα είσαι μοναδικός στον κόσμο. Για σένα εγώ θα είμαι μοναδική στον κόσμο…
Και σα νά’χε τώρα ζεσταθεί και σα νά’ταν η Νηρηίδα του, λίκνο που τον νανούριζε· τού σιγοψιθύριζε να κοιμηθεί, να μη φοβάται και πως αυτή είναι δω, θά’ναι πάντα εδώ στο ταξίδι, το μεγάλο του ταξίδι.
Μες τη νύχτα.
*το απόσπασμα του Μικρού Πρίγκηπα είναι από τη μετάφραση του Στρατή Τσίρκα, εκδόσεις Ηριδανός/1980