Ήταν όμορφος κι ευρύχωρος. Από αυτά τα καινούρια ψυγεία, τ’αστραφτερά. Τον είχανε φέρει πριν ένα χρόνο στο χωριό-κουβαλητό με το μουλάρι. Πώς αλλιώς; Δεν υπήρχαν δρόμοι για αυτοκίνητα στο νησί. Αυτό σαν κάπως να ταλαιπώρησε την γυαλιστερή επιφάνειά του αλλά ως εκεί-καμιά μεγάλη ζημιά. “Α, ένα μικρό βαθούλωμα στα πλευρά” έδειξε με το δάχτυλο ο μπόμπιρας του σπιτιού, “ε δεν πειράζει, δεν είναι τίποτα, από το σαμάρι θα τό’παθε, θυμάσαι σε τι χάλι ήταν το παλιό μας ψυγείο; ” τού αποκρίθηκε η μαμά του κι ο μπόμπιρας έμεινε να χαζεύει το λευκό ψυγείο με το δάχτυλό του να χαϊδεύει την μικρή “πληγή”- όπως την νόμιζε.
Είχαν μείνει από ψυγείο στο τέλος του καλοκαιριού, οπότε δεν χαρήκαν για πολλές μέρες το καινούριο τους απόκτημα. Σε δυο βδομάδες, λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία, μάζεψαν το σπίτι, το ” ‘κλεισαν” που λέμε για τον χειμώνα, σφράγισαν το νερό και στο τέλος τράβηξαν και το ψυγείο από την πρίζα-το άφησαν να χάσκει με τις πόρτες του ανοιχτές. Έβαλαν και το λουκέτο στην μαντεμένια πόρτα της αυλής κι έφυγαν για την Αθήνα.
Οι μήνες πέρασαν κι ήρθε η ώρα για θάλασσα και μπάνια. Η πόρτα της αυλής άνοιξε με σκεβρωμένο θόρυβο, το σπίτι ξεκλείδωσε και ο μπόμπιρας έτρεξε αμέσως στον Πίτσο του-το ψυγείο- να το δει τι κάνει. Δεν το βρήκε πολύ αλλαγμένο κι αυτό τον χαροποίησε γιατί ο ίδιος είχε ψηλώσει αρκετά-όπως του είπαν.
Μόνο που-
“Ω, μαμά κοίτα έχει κάτι μαύρα μέσα στο ψυγείο!”.
‘Ηρθε πρώτα ο μπαμπάς του κι ύστερα η μαμά του “μμμ, έχει περάσει ποντίκι, φέτος να βάλουμε ποντικοφάρμακο στις γωνιές” είπε αυτός, “Ποντίκι! Στο καινούριο μας ψυγείο;” φώναξε ο μπόμπιρας, γελάσαν οι μεγάλοι, “δεν έπαθε τίποτα, θα το καθαρίσουμε και θά’ναι σαν καινούριο, θα το βάλουμε και στην πρίζα και θα’ναι μια χαρά!” τού’πε χαϊδευοντάς τον η μαμά του.
Έτσι κι έγινε, όπως με τα περισσότερα πράγματα που σου υπόσχονται οι μεγάλοι όταν είσαι μικρός-
Όλα γίνονται.
Και ο Πίτσος έλαμψε, ζωντάνεψε κι άρχισε τους θορύβους του. Σιγά-σιγά γέμισε και με όλων των ειδών τις λιχουδιές και όλοι, ειδικά ο μπόμπιρας, ήτανε χαρούμενοι.
Όλοι; Όχι.
Τις νύχτες που το σπίτι ησύχαζε και απλωνόταν παντού μια σιγαλιά, ακούγονταν ανεπαίσθητα από κάπου μικροί στεναγμοί. Από τους μεγάλους που κοιμόντουσαν βαριά κανείς δεν το πρόσεξε. Μόνο ο μπόμπιρας ανακαθόταν στο κρεβάτι του κι έστηνε αυτί να βρει από πού έρχονταν.
Κανείς δεν τον πίστευε το πρωί όταν έλεγε τι άκουγε. Το σπίτι είχε όλα κι όλα δυο υπνδωμάτια και μια κουζίνα. “Τα ονειρεύεσαι” του λέγανε συγκαταβατικά. Και όσο δεν τον πίστευαν, τόσο αυτός πείσμωνε.
Την επόμενη νύχτα νάσου πάλι οι στεναγμοί. Δεν άντεξε και χωρίς να ξυπνήσει κανέναν, πήδηξε αθόρυβα από το κρεβάτι κι αλαφροπατώντας άνοιξε την πόρτα της κουζίνας.
Αφουγκράστηκε. Τίποτα.
Περίμενε στο σκοτάδι με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Τα μάτια του έψαχναν ένα γύρω να δουν κάποια σκιά να κινείται.
Τίποτα.
Και τότε ξαφνικά τους ακούει! Οι στεναγμοί, αριστερά του. Γύρισε το κεφάλι να κοιτάξει. Κανείς. Μόνο το ψυγείο στεκόταν εκεί-ο Πίτσος. Κάνει ένα δυο βήματα προς την μεριά του, οι στεναγμοί συνέχισαν κι όσο πλησίαζε τον άσπρο όγκο τόσο ακούγονταν πιο καθαρά.
Τα μάτια του μπόμπιρα γουρλώσαν. Πλησίασε κι άλλο, άπλωσε τα μικρά του χέρια, έτσι, σαν να πήρε τον φίλο του αγκαλιά. “Πίτσο μου εσύ στενάζεις;”
Ακούμπησε το αυτί του στην κοιλιά του ψυγείου. Οι στεναγμοί γέμισαν τ’αυτί του. Ακανόνιστοι, σύντομοι αλλά βαθείς.
Ο μπόμπιρας δεν ήξερε τι να κάνει. Ξανακοίταξε τον άσπρο γίγαντα. “Μη στεναχωριέσαι Πίτσο, όλα θα γίνουν!” του ψιθύρισε, χαϊδεύοντάς του στα πλευρά την παλιά πληγή.
Γύρισε σκουντουφλώντας στο κρεβάτι του και προσπάθησε να τον πάρει ο ύπνος. Μα από την υπερδιέγερση το μόνο που κατάφερε ήταν να στριφογυρίζει μέχρι το πρώτο φως. Εκεί κάπου τον νανούρισαν τα πρώτα τζιτζίκια και έπεσε σε λήθαργο.
Ξύπνησε απότομα από τα μπρίκια στην κουζίνα και τη μυρωδιά του καφέ.
Τινάχτηκε και όρμησε στην κουζίνα.
“Μαμά, μπαμπά, βρήκα ποιος αναστενάζει τη νύχτα, πρέπει να τον βοηθήσουμε!”
Οι μεγάλοι με την τζίμπλα στο μάτι δεν πολυκατάλαβαν γιατί πράγμα μιλούσε-
“Ο Πίτσος, μαμά κάτι τον τρώει, πρέπει να τον κάνουμε καλά-”
αλλά ήταν πρωΐ και δεν ανέχονταν πολλά πολλά, οπότε τον μάλωσαν και του είπαν να ηρεμήσει και να τους πει ό,τι θέλει αφού καθήσουν για πρωϊνό.
Στο τραπέζι λοιπόν τους είπε τα καθέκαστα της νύχτας και πως πίστευε πως αν δοκίμαζαν να βρουν το αγαπημένο φαγητό του Πίτσου του ψυγείου, αυτό θα τον έκανε καλά.
Αφού τον κοίταξαν καλά-καλά και κοιτάχτηκαν χαμογελώντας και μεταξύ τους, έσκυψε ο μπαμπάς πολύ κοντά του και του είπε:
“Νομίζω, πως πρέπει να ξεκινήσουμε με τη χορτόπιτα της θείας της Ελένης.”
“Ναιιιι!” , ενθουσιάστηκε ο μπόμπιρας και από κείνη την ημέρα ξεκίνησε η επιχείρηση “αγαπημένο φαΐ του Πίτσου.
Τι πίτες, τι σαλάτες όλων των ειδών, τι μακαρονάδες, τι φαγητά του φούρνου, τυλιγμένα στο αλουμινόχαρτο έβρισκαν καταφύγιο στο στομάχι του Πίτσου, τι ψάρια, φρούτα ό,τι πιο ζουμερό βρίσκανε, φρέσκα λαχανικά, λαχταριστά παγωτά από ζαχαροπλαστεία του νησιού, κρασιά, μπύρες παγωμένες, ρακές, όλα έμπαιναν μέχρι την επομένη κι όσο άκουγε ο μπόμπιρας τους στεναγμούς τη νύχτα τόσο έψαχναν όλοι μαζί καινούριες συνταγές.
Το φαγητό στο σπίτι είχε γίνει πια γιορτή για΄τι πού να πάνε μετά όλα αυτά τα φαγητά, αφού “δεν τά’θελε το ψυγείο;”. Έτσι καλούσαν και φίλους και γειτόνους και κάθε μέρα στηνόταν ένα μικρό τσιμπούσι και πότε πότε και γλεντάκι κι όλο το χωριό είχε να λέει για τα μαγειρέματα στο σπίτι του μπόμπιρα και πως όλα τα χρωστούσαν στο” ψυγείο που στέναζε”!
Και παντού έβλεπες γελαστά πρόσωπα. Μόνο ο μπόμπιρας ήταν κάθε πρωΐ σκυθρωπός.
Γιατί ο Πίτσος στέναζε τις νύχτες ακόμα. Κι ήταν ακόμα πιο βαθείς οι στεναγμοί. Και γιατρειά δεν είχε.
Κι έτσι έφτασε ο Σεπτέμβρης. Κρύωσε ο καιρός κι ήρθε η ώρα.
Εκείνο το πρωΐ ο μπόμπιρας ήταν απαρηγόρητος. Οι γονείς του δεν μπορούσαν με τίποτα να του πάρουν κουβέντα. Κι έφτασε η στιγμή που μαζευτήκαν όλοι στην κουζίνα.
Τη στιγμή που η μαμά του πήγε να τραβήξει την πρίζα από το άδειο πια ψυγείο, ακούστηκαν, για πρώτη φορά στο φως της μέρας, δυο στεναγμοί. Κι ήταν κι οι δυο σαν από πλάσμα πονεμένο.
Οι γονείς μείναν αποσβολωμένοι.
Ο μπόμπιρας άρχισε να χοροπηδάει “είδατε που σας τό’λεγα; είδατε που σας τό’λεγα;” και όρμησε πάνω στο φίλο του και τον πήρε αγκαλιά όπως εκείνη την πρώτη νύχτα. Κόλλησε το αυτί του πάνω στο ψυγείο και μετά το στόμα του “μίλα μου Πίτσο, μίλα μου κι εγώ θα σε ακούσω!” και ξανάβαλε το αυτί στο λευκό πλευρό.
Για λίγο κανείς δεν μίλησε.
Ο μπαμπάς του πρώτος έσπασε τη σιωπή:
“Τι σου λέει;”
Ο μπόμπιρας αναστέναξε, γύρισε και τους κοίταξε βουρκωμένος.
“Είπε να μη του βγάλουμε την πρίζα. Και να φέρουμε πίσω τα φαγητά.
Να μη φύγουμε.
Γιατί δεν αντέχει άλλο χειμώνα μόνος.”
όχι καθόλου. 🙂
Αυτοβιογραφικό να υποθέσω;