Μικρός που ήμουν στο σπιτάκι πάνω στη θάλασσα, με κρατούσε ξάγρυπνο τις νύχτες· αυτός και τα γαϊδουράκια που γκάριζαν μες τον ύπνο τους.
“Γιατί γκαρίζουν νυχτιάτικα;” ρωτούσα;
“Όνειρα βλέπουν”, μου απαντούσαν οι μεγάλοι.
Τρόμαζα μα γελούσα πολύ μ’αυτό. “Τι όνειρα να βλέπουν τα γαϊδούρια;” αναρωτιόμουν.
Μα με τον ήχο του γκιώνη σφιγγόμουν. Ήταν η νύχτα. Το πέρα μακριά. Το βουνό και οι απάτητες πλαγιές. Το σκοτάδι που σε κατάπινε.
“Κι ο γκιώνης γιατί κλαίει;”
“Αυτός θρηνεί τον αδελφό του” ήταν η απάντηση.
Κι αυτό αρκούσε να με κάνει να μη κλείσω μάτι. Κι αν αποκοιμηθώ και πάθει κάτι ο αδελφός μου κι αρχίζω κι εγώ να κλαίω σαν τον γκιώνη;
Και περνούσα νύχτες ξάγρυπνος στο νησί. Με τα χρόνια σταμάτησα να τονε φοβάμαι και ζήτησα να κοιμάμαι κι έξω στις ναυτικές τις μπράντες πού’χαμε, για να τον αφουγκράζομαι, μα και να του κρατώ παρέα μες τη νύχτα από μακριά. Να ξέρει πως κάποιος τον ακούει.
Περάσε ο καιρός, περάσανε τα καλοκαίρια, δεν πατούσα στο νησί.
Έναν Ιούνη με έφερε ο δρόμος και άνοιξα πάλι το σπιτάκι πάνω στη θάλασσα. Παρέα, ρομαντσάδα, ηλιοβασιλέματα, φαΐ και βουτιές. Ό,τι χρειάζεται ο πρωτευουσιάνος πια για να μερέψει.
Και η ησυχία όταν πέφτει η νύχτα. Μόνο κανά μαντάρι που χτυπά ρυθμικά σε αγκυροβολημένο άλμπουρο και κανάς παφλασμός από νανουρισμένη θάλασσα. Αργούσαν τα μελτέμια ακόμα. Και η μεγάλη Άρκτος να κρέμεται από πάνω σα τσαμπί από κληματαριά.
Γελούσε η παρέα στην αυλή, πίνοντας ένα τελευταίο πριν την καληνύχτα. Έπεφτε και δροσιά σιγά-σιγά και πάνω κει ακούστηκε το κλάμα.
“Σσσσ” τους έκανα. “Ακούστε!”
Κανείς τους δεν κατάλαβε τι έπρεπε να να ακούσει, “έχεις πιεί καμπόσο”-
“Σσσσ κάντε ησυχία!”
Σωπάσανε απορημένοι.
“Ακούτε ένα κλάμα ρυθμικό; ”
“Α,τη κουκουβάγια λες…”
“Γκιώνης, είναι” τους διορθώνω,
“ο γκιώνης μου…”, είπα και σηκώθηκα να βρω από ποια μεριά έρχεται.
“Κλαίει για τον αδερφό του”.
Έμεινα να κοιτώ προς την μεριά της Κοιμωμένης-του βουνού που σκεπάζει το χωριό.
Αυτοί χασκογέλασαν, κάποιοι τεντώθηκαν κι όλοι μαζί είπαν τις καληνύχτες τους και χώθηκαν νυσταγμένοι στο σπιτάκι. Εγώ ασάλευτος, αφουγκραζόμουν.
Αφού εξαφανίστηκε κι ο τελευταίος άνοιξα την καγκελόπορτα, σωπαίνοντας με τη χούφτα μου το καμπανάκι που της κρεμόταν και βγήκα έξω.
Έπρεπε να τον βρω. Έπρεπε να τον δω από κοντά.
Πήρα το μονοπάτι πάνω, με τ’αυτιά μου τεντωμένα. Κάθε τόσο σταματούσα να προσανατολιστώ. Χωρίς να το καταλάβω άφησα τα τελευταία σπίτια του χωριού πίσω μου και βρέθηκα να περνάω τις στάνες. Τα σκυλιά με γάβγισαν σα λυσασμένα μα δεν τρόμαζα. Έστριψα κι έφερα την πρώτη κορφή αριστερά μου.
Η νύχτα ήταν ξάστερη μα στο μισό δρόμο σκουντουφλούσα-τίποτα δε μˊ ένοιαζε. Ανέβαινα ανέβαινα κι άρχισα να ξεστρατίζω. Τσουκνίδες και θάμνοι σκίζανε τα πόδια μου μα δεν καταλάβαινα τίποτα.
Δεν ξέρω πόση ώρα περπατούσα ώσπου ξαφνικά ακουω και δεύτερο κλάμα. Αυτό πιο χαμηλό και πιο βαθύ. Ερχόταν από άλλη μεριά. Κίνησα προς τα κει, όταν ξαφνικά ξανακούω το πρώτο. Ερχόταν από πιο ψηλά. Έμεινα αναποφάσιστος. Άρχισα να κρυώνω. Γύρισα πίσω να δω πού είναι το χωριό-τίποτα. Είχα χωθεί για τα καλά στην Κοιμωμένη.
Ο πρώτος γκιώνης ξανˊάκλαψε. Μου φάνηκε πιο κοντά. Συνέχισα προς αυτόν. Η ανηφόρα πια έγινε πιο απότομη και τα μάτια μου κουρασμένα δεν έβρισκαν το δρόμο στο σκοτάδι. Χάθηκα και βρέθηκα να σκαρφαλώνω σε βράχους. Γλύστρησα και το πόδι μου πάτησε στο κενό, γατζˊώθηκα όπου βρήκα και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Έμεινα λίγο να πάρω ανάσα. Τότε ακούστηκε ο άλλος γκιώνης πιο χαμηλά και δεξιά. “Να πάω προς τα κει” σκέφτηκα.
Ψαχούλεψα νε τα πόδια, βρήκα πάτημα και συνέχισα. Δεν ήξερα πού ήμουν και δεν ήξερα πού να πάω. Ο γκιώνης ξανακούστηκε αλλά πιο μακριά.
Πετούσε.
Άλλαζε θέσεις.
Δεν τόˊχα σκεφτεί.
Θε μου, δεν τό’χα σκεφτεί.
Τότε ξανακούστηκε ο πρώτος γκιώνης πολύ κοντά και πίσω μου. Στράφηκα με λαχτάρα να τον βρω, μα κείνος σώπασε.
Κράτησα την αναπνοή μου. Ησυχία.
Μετά ξανακούστηκε πιο πέρα. Γύρισα κι έτρεξα προς το κλάμα, στραβοπάτησα, βρέθηκα κάτω, πάνω σε κάτι αγκάθια, ούρλιαξα καθώς με γδέρνανε κι έμεινα παραιτημένος πάνω τους.
“Άσε με να σε βρω, για δε μ’αφήνεις να σε βρω;” φώναξα με παράπονο.
“Γιατί; γιατί;” είπα πιο χαμηλά και σκέφτηκα τον αδελφό μου που απομείναμε μονάχοι μας στον κόσμο και το κεφάλι μου κρέμασε και το παράπονο έγινε σιγά-σιγά αναφιλητό και το αναφιλητό κλάμα και το κλάμα απλώθηκε χωρίς ντροπή κι έγινε θρήνος, θρήνος γοερός που τον έκοβε μόνο το κρύο του βουνού κι αυτό τού’δινε ρυθμό απόκοσμο.
Κι από κείνη τη νύχτα, είπαν στο χωριό, πως γινήκαν τρεις οι γκιώνηδες της Κοιμωμένης.