Ο καιρός είχε κρυώσει εδώ και μέρες αλλά αυτός επέμενε στη συνήθεια που είχε κάθε απόγευμα να κάθεται στον παλιό καφενέ κάτω από τα ταμπάκικα. Κλειστός από χρόνια, είχανε ξωμείνει μόνο, πάνω στο μώλο, τα μισοδιαλυμένα τραπεζάκια με τις ξεφτισμένες ψάθινες καρέκλες, που τις έτρωγαν όλες οι εποχές του χρόνου-μα ήλιος, μα βροχή κι αρμυρός αέρας. Τουρίστες δεν έρχονταν ποτέ σ’αυτή την κρυμμένη γωνιά του λιμανιού. Προτιμούσαν τις μεριές με τα βενετσιάνικα τα σπίτια-γεμάτο από κει εστιατόρια και μαγαζιά με μπιχλιμπίδια. Καλύτερα έτσι. Είχε την ησυχία του, μακριά από τη μουρμούρα των καταστηματαρχών. Βλέπετε δεν τους άρεσε να κυκλοφορεί ανάμεσα στους πελάτες τους αυτή η ξερακιανή φιγούρα με το δέρμα στο χρώμα του ηφαιστείου· ανάμικτο χώμα με πέτρες που καίνε. Χρώμα που άρμοζε στην ιστορία του νησιού αλλά αυτήν την ιστορία κανείς δεν τη μολογούσε πια. Και πολλοί εύχονταν νά’χε χαθεί κι αυτός στη θάλασσα όπως τόσοι και τόσοι. Θα τους άδειαζε τη γωνιά.
Εκείνο το απόγευμα ο ήλιος πότε χανόταν πότε έβγαινε αλλά δεν το πήγαινε για βροχή. Αυτός καθόταν όπως πάντα άκρη-άκρη με την καρέκλα στο πλάι και την πλάτη στον άσπρο τοίχο· είχε τα μάτια μισόκλειστα. Του άρεσε να μαζεύει φως και ν’ακούει τους ψιθύρους, ανθρώπων και στοιχειών. Στ’ς ανθρώπους σπάνια μιλούσε. Με τα στοιχειά όμως χαιρόταν την κουβέντα-όταν του κάμαν την τιμή.
Η ομιλία έφτασε στ’αυτιά του μπερδεμένη. Ήταν δυο·ένα σερνικό κι ένα θηλυκό. Και οι φωνές πλησίαζαν-το θηλυκό γελούσε γαργαριστά. Αφουγκράστηκε λίγο να πιάσει λόγια μα δεν ξεχώριζε τίποτα. Άγνωστη λαλιά.
Άνοιξε τα μάτια του περίεργος κι έστριψε ελαφρά το κεφάλι προς τη μεριά τους. Είχανε στρογγυλοκαθήσει μερικά τραπέζια παραπέρα. Έμεινε να κοιτά. Γιατί τα αρμυρά τα μάτια του δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο πάντρεμα.
Αυτός, γκρίζα μαλλιά, μάτια σαν από καρφίτσες τρυπητά και φουσκωμένος σα σαμπρέλα. Ίδρωνε μέσα στο σακάκι του το καλοκαιρινό. Άνθρωπος κανονικός με σάρκα και οστά.
Αυτή. Αυτή… ψηλή με μαλλιά ξέπλεκα που χορεύανε μαζί με την κίνησή της-δεν ήταν σίγουρος τι χρώμα, όταν την έβλεπε ο ήλιος του φαίνονταν πυρόξανθα, στη συννεφιά μαλάκωναν σαν τα φύλλα του Νοέμβρη. Στοιχειό κανονικό.
Δεν καθότανε σε μια μεριά-μόνο μιλούσε, γέλαγε και τριγυρνούσε γύρω από το σερνικό. Το ρούχο διάφανο έφτανε μέχρι κάτω τους κάτασπρους αστραγάλους της·χάιδευε τα πόδια της και άνοιγε στιγμές να φανερώσει ελεύθερη τη γαλατένια σάρκα.
Κοίταζε. Ούτε στιγμή δεν άντεξε να τραβήξει τα μάτια του. Αυτός, που ποτέ δεν ξόδευε το βλέμμα του. Μα τώρα πώς να κάνει αλλιώς; Άνθρωπο ζευγαρωμένο με στοιχειό δεν είχε ξανασυναντήσει.
Κι αυτή κελάρυζε και κελάρυζε.
Κι αυτός θα πρέπει νά’μεινε ώρα με το βλέμμα ασάλευτο γιατί το στοιχειό τον πήρε είδηση, ξέσπασε σε γέλια, τό’πε στον άνθρωπο δίπλα της κι αυτός γύρισε απότομα προς τη μεριά του.
Αυτή σίφουνας, τον πλησίασε μέχρι που η σκιά της τον σκέπασε ολόκληρο. Έμεινε μαρμαρωμένος να την κοιτά. Η μυρωδιά της χώθηκε στα ρουθούνια του-ήταν σαν όπως μυρίζει το νυχτολούλουδο μα ποτισμένο μόλις από τη βροχή. Ζαλίστηκε. Λιγώθηκε, μα δεν κούνησε.
Το στοιχειό του μίλησε όλο γέλιο και σκέρτσο και κάπως σαν στο τελείωμα της φράσης να περίμενε απόκριση.
Αυτός δεν καταλάβαινε. Αυτή τον ξαναρώτησε. Τϊποτα. Αυτή γύρισε και κάτι είπε στον άνθρωπο χαχανίζοντας- ο άνθρωπος μουρμούρισε επιτιμητικά προς τη μεριά τους:
“Ρωτά πώς πάμε για Χονολουλού” του είπε στη ντοπιολαλιά.
Το στοιχειό τον ξανακοίταξε με ένα χαμόγελο. Έφερε το χέρι της πάνω στο μπράτσο του-αυτός ανατρίχιασε. Σαν να του μύρισε χώμα τώρα. Αλλά τα μάτια της τον καθησύχασαν. Περίμενε την απάντησή του.
Αυτός κούνησε τη γλώσσα κι έβρεξε τα χείλη του.
“Την επεράσατε” ψέλλισε κι έδειξε πέρα. Το ζευγάρι κοίταξε ταυτόχρονα εκεί που σημάδεψε το χέρι του. Μετά το στοιχειό γύρισε, μάζεψε το άγγιγμά της κι έφερε το χέρι της στο στήθος της που ξεπρόβαλε σχεδόν ολόκληρο.
Έγνεψε ευχαριστώ και μαζί ψιθύρισε. Ίσως. Μπορεί και μόνο ν’ ανοίξανε τα κερασένια χείλη για να του στείλει την ανάσα της. Τα ρουθούνια του ρούφηξαν άπληστα και το στοιχειό ξαναγέλασε.
Του γύρισε την πλάτη κι έτρεξε πίσω στο τραπέζι. Εκεί την περίμενε το σερνικό ήδη όρθιο για να φύγουν. Έσκυψε τού’πε κάτι στ’αυτί κι αυτός απρόθυμα στράφηκε κι απευθύνθηκε σ’αυτόν:
“Λέει είσαι πολύ γλυκός άνθρωπος. Γλυκός σα ζάχαρη!” και γέλασε δυνατά.
Γέλασε κι αυτή μαζί του. Γελάγαν ακόμα καθώς του γύρισαν την πλάτη κι άρχισαν να ανηφορίζουν αγκαζέ. Τους κοίταξε μέχρι που φτάσανε στην κορυφή της ανηφόρας και χάθηκαν στη στροφή. Το κελάρυσμά της έσβησε τελευταίο.
Ησυχία.
Μόνο ο φλοίσβος έσπαγε τη σιωπή. Το βλέμμα του έμεινε στην ανηφόρα μέχρι που ο ήλιος χαμηλώνοντας, ρόδισε στα μάτια του. Τά’κλεισε.
Και κλείνοντάς τα, ξαναζωντάνεψε την εικόνα της. Τίποτα άλλο δεν ήθελε να βλέπει. Και ο αιθέρας γύρω του γεμάτος νυχτολούλουδα και γέμιζε, γέμιζε τα ρουθούνια του, να προλάβει πριν χαθούν, ήξερε πως ο βοριάς που ζήλευε θα τά’παιρνε μακριά. Και το μπράτσο του τον έκαιγε ακόμα από τ’ ακροδάχτυλά της- δε φύγανε ποτέ.
‘Ηθελε. Την ήθελε να ξαναρθεί. Είχε ακούσει ιστορίες από τους παλιούς για ανθρώπους που συναντήσαν το στοιχειό τους. Και πως μια φορά λαχαίνει στη ζωή σου, αν είσαι τυχερός. Υπάρχουν κι αυτοί που γεννήθηκαν και πέθαναν και δεν αξιωθήκαν. Έτσι λένε.
Μα αν σε πλησιάσει πολύ, ακόμα χειρότερα αν σ’αγγίξει, είσαι χαμένος. Σε παίρνει μαζί του για πάντα και δεν ξαναβρίσκεις ποτέ ξανά το δρόμο για τον κόσμο των ζωντανών.
Δεν τον ένοιαζε. Ήθελε. Ήθελε να την ξαναδεί.
Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο παρά να περιμένει. Κι αν ξαναγύριζε κι αυτός δεν ήταν εκεί; Δεν γινόταν να μην τον βρει, εδώ στην καρέκλα του γυρισμένη στο πλάι με την πλάτη του στον τοίχο. Έτσι ακούνητος, μη σπάσει το ξόρκι. Μόνο έτσι θα ξαναγυρνούσε. Και ήταν σίγουρος πως δε θ’αργούσε. Από στιγμή σε στιγμή θα άκουγε τη γάργαρη λαλιά και θά’νιωθε της Μέδουσας το χάδι πα στο μπράτσο του. Έπρεπε μόνο να περιμένει. Ούτε νερό, ούτε φαΐ. Εκεί με τα μάτια σφαλιχτά.
Κι έτσι έγινε. Περάσανε οι ώρες και βράδιασε κι αυτός στήλωνε τ’αυτιά κι άνοιγε τα ρουθούνια. Τα μάτια δεν τα ξανάνοιξε ποτέ, για να μην πετάξει η ζωγραφιά της.
Και ήρθε το επόμενο πρωί και ο καιρός χειροτέρεψε, μα αυτός εκεί. Ασάλευτος. Κι ήρθε η πρώτη η βροχή κι άρχισε να τον μαστιγώνει να τον διώξει. Τίποτα. Και πέρασε κι η δεύτερη μέρα κι ήρθε κι άλλη βροχή. Και πέρασαν οι μέρες και τον κοιτούσαν από ψηλά, από τα ταμπάκικα και τον συζητάγανε μα δεν του λέγανε κουβέντα, ξέρανε τι παράξενος που ήταν και μετά κι άλλη βροχή κι αυτός φαινόταν όλο και πιο μαραζωμένος μα δεν σάλευε περίμενε, περίμενε, μόνο κάποιες στιγμές σαν να αναστέναζε, αλλά άνθρωπος δεν πλησίαζε να το ακούσει και όλο και μαράζωνε και μίκραινε, σαν να λιγόστευε με τον καιρό το σώμα του, σαν νά’λιωνε έτσι όπως αλύπητα το χτυπούσαν οι βροχές.
Και ήρθε μια μέρα που δεν ήταν πια στην καρέκλα του, χάθηκε, εξαφανίστηκε, τον ψάξανε παντού, ίχνος δεν ευρήκαν.
Το μόνο που καιρό μετά, κάτι παιδιά, που κατεβήκαν να ψαρέψουν στην ακροθαλασσιά μπροστά στον καφενέ, είπαν πως το νερό τους φάνηκε αλλιώτικο.
Πως εκεί έξω-έξω, ήτανε γλυκό, όπως όταν χύνεται στη θάλασσα ποτάμι.
Γλυκό σα ζάχαρη.
Μα κανενός δεν πήγε το μυαλό.
*ταμπάκικα ή ταμπακαριά: βυρσοδεψεία ** Χονολουλού: παλιό κέντρο διασκεδάσεως των Χανίων, πάνω στη θάλασσα, στη Χαλέπα.
Υπέροχο Κωστή μου!
Τόνια! Ευχαριστώ αγαπημένη!
Μπράβο Κωστή!
Ευχαριστώ Καίτη μου.. .
Καθόμουν κι εγώ ανάμεσά τους σε μια ξεφτισμένη ψάθινη καρέκλα…
Έχει συμβεί το εξής: Η ιστορία αυτή είναι αναρτημένη εδώ και τρία χρόνια, με πάνω από 260 αναγνώσεις. Από μία αβλεψία μου χθες την έσβησα κατά λάθος και μετά την επανέφερα. Σε όλους εσάς φάνηκε σαν καινούρια ανάρτηση λοιπόν… Ενδιαφέρον. Ευχαριστώ Τέσση μου!
όχι σε όλους μας …
Ρε φίλε εσύ είσαι οπαδός!