Είχε deadline το πρωί στις εννιά.

Τα μάτια του είχαν κοκκινήσει, Ήδη πέντε μέρες μπροστά στην οθόνη του λάπτοπ να δουλεύει νυχθημερόν με τρεις ώρες ύπνο το πολύ. Τα δάχτυλα ανεβοκατέβαιναν ακατάπαυστα και τ’ακουστικά του ίδρωναν από την έντασή του να συλλάβει τον Ήχο.

Έριχνε μέσα τ’αρχεία που είχε ηχογραφήσει, έκοβε, έραβε, διόρθωνε, δείκτες, μέσοι, αντίχειρες πυρετιασμένοι και κάθε λίγο ένας παράμεσος έπεφτε με δύναμη πάνω σε μια εντολή, δείγμα πως ολοκληρωνόταν εκείνη η αλληλουχία. Και μετά έρχονταν οι παύσεις. Παύσεις γυάλινες σαν το βλέμμα του που αντανακλούσε το ψυχρό φως της οθόνης. Ξαφνικά δεν ακουγόταν τίποτα στο χώρο παρά μόνο ψίθυροι. Ψίθυροι από λέξεις, από σκόρπιους ήχους του δρόμου, ακόμα και από πουλιά. Ατμόσφαιρες που διαχέονταν λάθρα από τα μαύρα ακουστικά. Τότε ήταν που προσηλωνόταν και περίμενε. Περίμενε να βρει αυτό που έψαχνε ή ακόμα καλύτερα να τον εκπλήξει κάτι που δεν είχε προσέξει. Κάτι που ίσως είχε περάσει απαρατήρητο τις πρώτες, ατέλειωτες ώρες των ακροάσεων.

Θα τους άρεσε ήταν σίγουρος. Ήταν καλός, ο καλύτερος. Τον είχαν φέρει από το Βερολίνο γι’αυτό το λόγο. Ο μόνος του αντίπαλος αυτή τη στιγμή ήταν ο Χρόνος και τίποτα άλλο. Απέμεναν επτά ώρες.

Το στόμα του είχε ξεραθεί. Έπιασε μηχανικά το ποτήρι δίπλα του και το έφερε στο στόμα. Το στόμα του είχε ξεραθεί. Έπιασε το ποτήρι-μα μόλις τώρα δεν ήπιε; Δε θυμόταν. Deja vu. Ίσως. Ξανάπιε και συνέχισε.

Τα βλέφαρά του έκλειναν. Όχι, έπρεπε να μείνει ξύπνιος. Ο Χρόνος.

Τσιγάρο-πάντα βοηθούσε. Σηκώθηκε, έστριψε και άναψε σε λίγα δεύτερα. Βγήκε στο μπαλκόνι, τον ενοχλούσε ο καπνός στο δωμάτιο, δεν είχε συνηθίσει που εδώ κάπνιζαν όλοι μέσα. Αυτός θα’βγαινε και μόνος που ήταν, στο μπαλκόνι. Χρειαζόταν και αέρα. Δύο ρουφηξιές, τρεις και ξανά μέσα.

Το φαΐ του απέναντι στο τραπέζι, τον περίμενε εδώ και τέσσερις ώρες. Είχε ξεχάσει καν πως είχε παραγγείλει. Αδιάφορο. Ξανάκατσε.

Συνέχισε για λίγο. Παύση. Ακρόαση. Του έλειπε η φωνή για το τέλος. Κάτι, κάπου θα έχει πιάσει με το μπουμ του, δεν μπορεί. Κάτι.

Έκλεισε τα μάτια, σχεδόν δεν ανέπνεε.

“χμ, νυχτοπούλι. Καλό. Αλλά δε φτάνει. Δε φτάνει.”, είπε νοερά.

Αναμονή. Στα όρια του διαλογισμού.
Ο νους του γινόταν λάβα που χυνόταν μέσα από τα καλώδια σαν ποτάμι στην κοιλάδα των bits. Βρισκόταν ξανά στη πηγή των ήχων- αναζητούσε το ιερό του δισκοπότηρο.

Δεν ήξερε αν τον είχε πάρει ο ύπνος ή βρισκόταν σε λήθαργο ανάμεσα στους δύο Κόσμους• τινάχτηκε ακούγοντας ένα δυνατό, απότομο και απόκοσμο “Ααααα” .

Δεν ήξερε, δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ήταν και από πού ξεπήδησε.

Του είχε παγώσει όμως το αίμα.

Stop. Τα δάχτυλά του κινήθηκαν μουδιασμένα. Το αρχείο ξανά πίσω.

Το είχε ακούσει ή μήπως ήταν αυτός, η φωνή του από κάποιον εφιάλτη. Ίσως.

Το ξανάβαλε. Το ξανάκουσε. Ήταν εκεί. Καθαρό. Κραυγή απόγνωσης.

Το πήγε ακόμα πιο πίσω.  Η εγγραφή στη μέση νεκρή, σαν να μην υπήρχε περιβάλλον. Δεν το προχώρησε, περίμενε.

Κρύωνε και έσταζε μαζί.

Αφουγκράστηκε.

Στην αρχή νόμισε πως ήταν “θόρυβος”, το μικρόφωνο να γράφει κατά λάθος. Αλλά όχι ήταν ήχος. Σαν γρατζούνισμα, Μετά σαν μικρά χτυπήματα. Και. Αέρας. Όχι αέρας. Είχε μια περιοδικότητα. Ανάσα, ναι, ανάσα ήταν. Ξέπνοη. Διακοπτόταν από μικρούς ήχους. Σαν…. Λυγμούς; Ναι ήταν εκεί. Ακούγονταν καθαρά. Και μετά πάλι τα χτυπήματα. Κάποια πιο δυνατά. Σαν σε μέταλλο πάνω και τώρα πάλι τα γρατζουνίσματα. Και μετά οι λυγμοί γίνονταν αναφιλητά. Και μετά τίποτα. Μόνο η αναπνοή. Και μετά το “Αααα”.

Και τέλος.

Έμεινε να κοιτάζει την οθόνη. Έτρεμε. Αλλά ήταν ενθουσιασμένος. Το τέλος που έψαχνε. Δεν τον ένοιαζε τι και πώς είχε βρεθεί εκεί, θα αναρωτιόταν άλλη ώρα, ήταν σίγουρος πως απλά δε θυμόταν.

Πόση ώρα είχε κοιμηθεί; Κοίταξε κάτω δεξιά το ρολόι. Γαμώτο έξη και μισή! Και είχε σίγουρα μιάμιση ώρα δουλειάς ακόμα. Αλλά πρώτα απ’όλα καφέ. Προλάβαινε. Εξάλλου του άξιζε ένας καφές. Τα είχε καταφέρει.

Το κτίριο του ιδρύματος στεκόταν όρθιο και άψυχο πάνω στην κεντρική λεωφόρο που οδηγούσε στη θάλασσα. Ήταν πραγματικά πελώριο με μεταλλικές κατασκευές και μάρμαρα. Δεν είχε ξαναβρεθεί εδώ. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει αυτό το εξάμβλωμα αρχιτεκτονικής και τριτοκοσμικής χλιδής.  Ανέβηκε τα σκαλιά και πέρασε τη γυάλινη πόρτα. Ένας κάτι ανάμεσα σε θυρωρό, μπάτσο και μπράβο τον πλησίασε. Τον συνόδευσε μέχρι την υποδοχή κι εκεί έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και η διασταύρωση του ραντεβού. Η αλήθεια είναι πως έδειχνε σαν τη μύγα μες το γάλα μέσα σ’αυτό απαστράπτον περιβάλλον. Αισθάνθηκε λίγο άβολα αλλά δεν τον ένοιαζε. Να πάνε να γαμηθούνε. αφού πληρώνανε, όλα καλά. Θα καθόταν μισή ώρα το πολύ εδώ μέσα. Θα παρέδιδε την κάρτα ήχου και μετά για μπύρες. Μια χαρά.

Του έδειξαν προς τα πού να πάει και του εξήγησαν πως στον τρίτο όροφο έπρεπε να αλλάξει ανελκυστήρα βγαίνοντας στο διάδρομο αριστερά. Προχώρησε ευθεία, άνοιξε μια γυάλινη πόρτα, βρήκε στα δεξιά τον ανελκυστήρα και τον κάλεσε. Όση ώρα περίμενε παρατηρούσε γύρω του. Ήταν τόσο ήσυχα που αναρωτιόσουν. Ήχος τραγουδιστός και η συρόμενη ατσάλινη θύρα άνοιξε και έκλεισε πίσω του. Τι του είπαν; α, ναι τρίτο όροφο πρώτα μετά έκτο. Τον έπιανε πάντα ένας μικρός πανικός μέσα σ’αυτούς τους ψυχρούς ανελκυστήρες, Ήταν από τα πράγματα που τον τρόμαζαν από μικρό. Κοίταξε το κινητό του. Και δεν έχει και σήμα, σκέφτηκε και γέλασε. Δυνατά. Έφτασε στον τρίτο, βγήκε κι έστριψε δεξιά. Εκεί βρήκε μπροστά του μια πόρτα, την έσπρωξε και προχώρησε στο διάδρομο. Ψυχή πουθενά. Έψαξε για τον δεύτερο ανελκυστήρα που θα τον πήγαινε στον έκτο. Θα τον προσπέρασε. Ξαναγύρισε πίσω, μάλλον από αυτήν την πόρτα ήρθε. Την άνοιξε και ναι βρέθηκε μπροστά στον ανελκυστήρα. Μπαίνει και πάει να πατήσει κουμπί. Δεν καταλάβαινε είχε μόνο κουμπιά που κατέβαιναν σε υπόγειους ορόφους, δεν ήταν ο ίδιος ανελκυστήρας με πριν, εκνευρίστηκε, πάτησε στην τύχη το -1.  Έφτασε. Η θύρα έμεινε ακίνητη. Αντ’αυτής άνοιξε ο τοίχος πίσω του-ήταν κι αυτός θύρα. Ζαλίστηκε, τινάχτηκε έξω. Έμεινε ακίνητος λίγα δευτερόλεπτα να αναπνεύσει. Μπροστά του μια δίφυλλη βαριά πόρτα με πιεζόμενη λαβή κατά μήκος της. Πήγε κατά πάνω της, έριξε όλο του το βάρος την άνοιξε. Φρεάτια. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Δεξιά του μια μικρή πόρτα διαφυγής-μπήκε μέσα. Κι άλλος ανελκυστήρας. Πάτησε-άνοιξε αμέσως η θύρα και τον κατάπιε. Ήταν πιο μικρός από τους άλλους. Χωρούσε ίσα ίσα δύο άτομα. Κοίταξε τα κουμπιά. Πάλι μέχρι τον τρίτο. Σκατά. Έστω μέχρι εκεί. Ανέβαινε τώρα.

Κρύωνε κι έσταζε μαζί.

Βγήκε. Δεν αναγνώρισε το διάδρομο. Ακούμπησε στον τοίχο κι έκλεισε λίγο τα μάτια. Κυριάρχησε στον πανικό που είχε αρχίσει να του μουδιάζει τα χέρια. Γέλασε, γέλασε δυνατά. Και μετά τον έπιασε νευρικό γέλιο. Γιατί δεν τον είχαν ψάξει ακόμα;

Ξαναμπήκε στον ανελκυστήρα πίσω του. Πάτησε για δεύτερο όροφο. Κατέβηκε. Καμία έκπληξη-άδειος διάδρομος που όμως αυτή τη φορά έστριβε απότομα αριστερά. Τον ακολούθησε και βρέθηκε μπροστά σε ένα γραφείο και δίπλα του ένας άλλος ανελκυστήρας. Έσπρωξε το πόμολο του γραφείου. Κλειδωμένο. Ε ναι. Κάλεσε τον ανελκυστήρα. Έκτος! Πήγαινε στον έκτο!

Το είχε επιτέλους βρει.  Ο ανελκυστήρας άρχισε να ανεβαίνει αργά, πολύ αργά.  Σταμάτησε μ’ένα απότομο τράνταγμα.

Τελευταία έξοδος 6ος όροφος. Έκανε να βγει. Αλλά η θύρα παρέμεινε κλειστή. Ξανακοίταξε την ένδειξη: 6ος. Ξαναπάτησε το κουμπί του ορόφου. Έσπρωξε τη θύρα με το ελεύθερο χέρι του. Τίποτα. Το κόκκινο κουμπί κινδύνου. Το πάτησε ξανά και ξανά. Κανˊένα κουδούνισμα.

Μούγκρισε. Άρχισε να θολώνει. Μουρμούρισε μια βρισιά. Έριξε μια γροθιά με όλη του τη δύναμη πάνω στη θύρα. Δάκρυσε από τον πόνο. Ξανά χτυπήματα, στην πόρτα. Δεν είχε άλλη δύναμη. Ξέπνοος έκατσε κάτω. Έβαλε το πρόσωπό του στα χέρια. Σκούπισε τα μάτια του. Αναπνοή.

Έβγαλε το σακίδιο. Το κινητό του. Τίποτα.

Είδε το recorder του. Ασυναίσθητα το τράβηξε έξω. Τo δάχτυλό του πήγε στο κόκκινο κουμπί.

ΟΝ.

Το βλέμμα του καρφώθηκε στη θύρα.  Έμεινε λίγα δευτερόλεπτα να την κοιτάζει. Όρμησε πάνω της και άρχισε να τη χτυπά. Κολλημένος πάνω της  ξεκίνησε να τη γρατζουνά. Μάτωσε.

Έπεσε στα γόνατα παραδομένος. Οι λυγμοί του έγιναν αναφιλητά. Και τ’αναφιλητά σιωπή. Και στο τέλος της σιωπής, τινάχτηκαν απότομα οι χορδές.

Σε ουρλιαχτό απόκοσμο.

“Ααααα”.

OFF.

(Στον Πέτερ/für Peter)

Άφησε ένα σχόλιο