Κάθονται απέναντί μου. Αυτός χαζεύει τον βρεγμένο ήλιο από το παράθυρο, αυτή κουρνιασμένη πάνω του, έχει κλείσει τα μάτια κι απολαμβάνει το αποκοίμισμα σε ώμο λατρεμένο, σε μυρωδιά δικού ανθρώπου. Τα μαύρα μαλλιά της ριγμένα στο αδιάβροχό του. Αυτός προσέχει οι αναταράξεις του λεωφορείου να μην την ξεβολέψουν. Έχει φορέσει το πιο καλό τζην του και δεν πειράζουν οι πιτσιλιές από λευκή μπογιά στα μπατζάκια-η δουλειά ποτέ δεν ήταν ντροπή.
Κλείνει κι αυτός με τη σειρά του τα μάτια. Μοιάζουν νά’χουν γυρίσει από βόλτα, ίσως στο μοναδικό ρεπό τους. Βόλτα στη θάλασσα, στο Καλαμάκι λέω εγώ, αυτό μ’αρέσει να φαντάζομαι. Περπατήσαν ή κατέβηκαν εκεί, μετά το Φλοίσβο, να νιώσουν λίγο στα δάχτυλα την άμμο και να χαζέψουν κύματα.
Κι ίσως εκεί για μια στιγμή αφαιρέθηκαν πως κοιτάζουν την μεγάλη Αραβική θάλασσα που χαϊδεύει την ακτή της Βομβάης και πως δε φύγανε ποτέ από τη χώρα των ανθρώπων με τα τριανταφυλλί μάτια. Κι όταν η μεσημεριανή ζέστη έφερε μπόρα, ανοίξανε τα χέρια γελώντας σα παιδιά που ξένοι θεοί σε ξένους τόπους τους χάρισαν μουσώνες.