Άκουγε τον ήχο του νερού που χτύπαγε στα ίσαλα και μετά που τραβιόταν ν’αφήσει χώρο για το επόμενο κύμα. Τον νανούριζε αυτός ο χτύπος στην καρίνα. Σαν να ξύνανε μαλακά με άμμο τη μπογιά του σκαριού. Και το σκούντημα ήταν όσο απαλό χρειαζόταν. Το ένιωθε αλλά δεν τον ξυπνούσε. Οι ομιλίες ακούγονταν όλο και πιο μακρινές, είχαν φύγει άλλοι για τη γέφυρα και άλλοι για την τραπεζαρία. Κοντά στˊ αυτί του είχε απομείνει το τρίξιμο από τη λάμπα θυέλλης που κρεμόταν από το δοκάρι που στήριζε τον μπουλμέ. Φώτιζε μια σταλιά, μόνο και μόνο για να γεμίζει σκιές τ’αμπάρι. Απ’αυτές τις σκιές που χώνονται στα βαθιά όνειρα και σε κάνουν να παραμιλάς. Έτσι μουρμούριζε κι αυτός, σε γλώσσα άγνωστη. Στριφογυρνούσε πάνω στο καραβόπανο της μπράντας αλλά όχι απότομα. Ήξερε πόσο παλιό ήταν το αυτοσχέδιο κρεβάτι του. Ήθελε ύπνο ήρεμο αλλιώς τα ξύλα παλιά και σάπια δε θ’αντέχανε πολύ καιρό ακόμα.
Όμως αυτή τη νύχτα τον βασάνιζε κάτι. Το παραμιλητό χειροτέρευε και το καραβόπανο στρίτζωνε στις πρόκες.
Όνομα, κάποιο όνομα ψιθύριζε-πότε φώναζε-μασώντας τη λέξη-κανείς δεν ήταν εκεί ν’ακούσει. Μόνο η θάλασσα που μαστίγωνε από τις μπάντες και ακουγόταν όλο και λιγότερο υπόκωφα.
Και ο ύπνος του όλο και πιο ιδρωμένος, με τον ιδρώτα να λαμπυρίζει κάτω απ’ τη λάμπα. Και το σώμα κι άλλο να στριφογυρνά, η γλώσσα κι άλλο να μιλά, τα δόντια να σφίγγουν, τα σταυρωμένα πόδια της μπράντας να τρίζουν και η λάμπα να κουνιέται όλο και πιο πολύ-η θάλασσα φταίει, τη ζαλίζει.
Κι αρχίζει ο αέρας να λυσομανά, τˊ αμπάρι να γέρνει στη μια μεριά, το όνομα ν’ακούγεται πιο δυνατά, δεν είναι όνειρο πια, οι πρόκες σκίζουν τα πανιά, τα ξύλα παίρνουνε φωτιά, η θάλασσα μπαίνει, του ορμά, ο τόπος γεμίζει ουρλιαχτά, τα μάτια τώρα ανοιχτά—
Το κινητό του δίπλα να χτυπά,
και ο καμαρώτος ανήσυχος τονε ρωτά:
“Συγνώμη κύριε, είστε καλά;”
(κι εκείνος άπνοος του απαντά:
“ένας εφιάλτης ήταν απ’τα παλιά”)
*μπράντα: παλιό ναυτικό κρεβάτι από καραβόπανο και ξύλο