Ίσως η πραγματική μου οικογένεια να είναι οι μοναχικοί συνεπιβάτες στα νυχτερινά λεωφορεία για μαρούσι. Είναι ο τρόπος που αφήνονται στην κίνηση του λεωφορείου, ο τρόπος που χύνονται στα καθίσματα. Ίσως το κεφάλι που ακουμπά στο τζάμι και αναπηδά κάθε λίγο- με μάτια κλειστά συνήθως. Ο τρόπος που κοιτάζουν έξω το σκοτάδι και τις μισοφωτισμένες λεωφόρους, την αντανάκλασή τους -κοιτάζουν μέσα τους. Κρατάνε το κινητό με τη νωχελικότητα της νύχτας-δε θα στείλει και το ξέρουν. Γι’αυτό ακούν μουσική. Άλλη μουσική, διαφορετική από της μέρας. Αυτή η μουσική έχει μέσα της ένα κλείσιμο, κάτι σαν απολογισμό και κάπου κάπου μια ελπίδα για το ξημέρωμα που έρχεται. Ίσως να είναι η μεγάλη ταχύτητα του νυχτερινού λεωφορείου και το χέρι που πετάγεται από το χάσιμό του για να προλάβει να πατήσει Στάση. Ίσως τελικά να είναι η σιωπηρή καληνύχτα προς όλους καθώς βγαίνεις στη δροσιά της νύχτας και η πόρτα κλείνει ερμητικά πίσω σου. Και το λεωφορείο φεύγει για άλλους πλανήτες