ήχος
Μ’αρέσει πολύ που οι περαστικοί τη Νύχτα με αποφεύγουν. Μ’αρέσει πολύ. Μ’αρέσει που τους τρομάζει ο όγκος μου, το καλυμμένο κεφάλι μου, τα πυκνά γένια μου, το βαρύ μου περπάτημα στην άσφαλτο. Μ’αρέσει που κάποιοι από αυτούς κοντοστέκονται ή αλλάζουν δρόμο. Μ’αρέσει που περπατάω στις σκιές και γίνομαι αόρατος. Και ακούω το ξάφνιασμά τους μόλις με δουν απροειδοποίητα να τους πλησιάζω· να τους προσπερνάω. Μ’αρέσει που ακόμα και στις πιο κακόφημες περιοχές κανείς δεν τολμά, ούτε καν να σκεφτεί, να με πλησιάσει. Μ’αρέσει που συναντώ άλλες σκιές στις υπόγειες διαβάσεις και το κορμί ανατριχιάζει από ένταση-διασταυρωνόμαστε αμίλητοι και συνεχίζουμε το δρόμο μας.
Μ’αρέσει η Νύχτα-η βαθειά Νύχτα. Διώχνει την ατολμία της ημέρας. Τη συστολή του φωτός. Τη Νύχτα κοιτάς και κοιτάς μέχρι να ματώσουν τα μάτια σου και κανείς δε σε βλέπει. Είσαι η φιγούρα που στέκεται ακίνητη στη γωνία. Φαίνεσαι σκυμμένος αλλά το βλέμμα σου σκίζει το σκοτάδι. Οσφραίνεσαι τον αέρα-είναι πιο καθαρός τη νύχτα, δε σε μπερδεύει. Περιμένεις-τίποτα. Τίποτα συγκεκριμένο. Όταν δεν βαδίζεις απλά περιμένεις. Και ψάχνεις τριγύρω. Άγνωστο τι-ίσως κάποιον να φοβίσεις.
Τη Νύχτα είμαι όμορφος. Αλλά αυτό δεν το ξέρουν, δεν τους αφήνω να το δουν. Είναι το μυστικό μου. Και δεν τους το χαρίζω. Το νιώθουν σαν από ένστικτο πόσο όμορφος είμαι αλλά ο Φόβος που τους φέρνει το σκοτάδι μου τους τυφλώνει.
Δεν υπάρχει Αγάπη κι Έρωτας στη Νύχτα. Μόνο Πόθος. Και σάρκες που κατασπαράσσονται. Και όντα που βυθίζονται το ένα μέσα στο άλλο χάνοντας το δρόμο για την επιφάνεια. Και υπάρχω κι εγώ. Που επιθυμώ. Αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να αποκαλύψω πόσο όμορφος είμαι τη Νύχτα. Επιτρέπεται να ποθώ αλλά όχι να γευτώ. Απαγορεύεται. Είμαι καταδικασμένος να γυρίζω άσκοπα μέσα στη Νύχτα και να καίγομαι από Επιθυμία.
Έχω τουλάχιστον το μυστικό μου. Και είναι δικό μου. Κι αυτοί ας βλέπουν αυτό που θέλουν. Δεν ξέρουν τι κρύβεται από κάτω. Κι ας με κοιτούν καχύποπτα. Κι ας μαζεύονται κάποιοι στην απέναντι μεριά του δρόμου μιλώντας ψιθυριστά για μένα. Και μετά πιο δυνατά. Εγώ παραμένω ακίνητος. Ανατριχίλα πάλι. Μ’αρέσει που με πλησιάζουν από πίσω κι άλλοι. Φοβούνται μην τους δω. Αλλά δεν ξέρουν πως τους μυρίζω. Θέλουν να μάθουν. Μ’αρέσει. Μ’αρέσει που μαζεύονται κι άλλοι. Πλησιάζουν απ’όλες τις μεριές. Ακούω τύμπανα, ακούω ιαχές, βλέπω δάδες. Νιώθω χέρια να με αρπάζουν από πίσω, νιώθω σχοινιά να περνάνε γύρω μου, νιώθω νύχια να σκίζουν τα ρούχα μου, νιώθω την κουκούλα μου να τραβιέται με δύναμη, οι ιαχές να γίνονται κραυγές, οι κραυγές ουρλιαχτά και τα σχοινιά θηλιές, η Ομορφιά μου-η Ομορφιά μου τους αποκαλύφθηκε, τα κίτρινα σχιστά μου μάτια στρέφονται στον ουρανό, οι φολίδες αστράφτουν μές τη Νύχτα, η γλώσσα μου πετάγεται με συριγμό κι εγώ, εγώ καίγομαι, καίγομαι-από Επιθυμία.