Καθώς γύρισε να τον κοιτάξει, τινάχτηκαν οι κοτσίδες της. Μια αχτίδα από τον μουντό ήλιο αντανάκλασε πάνω τους. Το βόρειο χρώμα τους του φάνηκε τώρα ακόμα πιο κρύο. Τα γκρίζα μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω του.
Κανείς δεν μίλησε απ’ τους δυο.
Με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει από το φόβο, έσπασε πρώτος τη σιωπή.
“Πρέπει να με πιστέψεις. Δε λέω ψέμματα-”
“Σιωπή!” Η φωνή της του πάγωσε το αίμα. “Μη συνεχίσεις. Είσαι ένας ψεύτης!”
“Σου ορκίζομαι στην τιμή μου. Νύχτες ατέλειωτες γύρω από τις φωτιές άκουγα ιστορίες για σένα. Ποιήματα που υμνούν την ομορφιά, την αστείρευτη τη δύναμή σου. Πώς έσπασες το βράχο για να γεννηθείς κι από τα βουνά βρέθηκες στην κοιλάδα. Καρπίσαν οι πεδιάδες σου, φουντώσανε τα δέντρα. Μάζεψες γύρω σου των θεών τα πλάσματα και τά’θρεψες- η Μητέρα τους. Ύψωσες το χρυσογάλαζο σπαθί και πολέμησες τα γένη των Αγριόλυκων, παρακούοντας τον Δημιουργό. Δε σε φόβισε η οργή του, δε σε τρόμαξε η αιώνια κατάρα του-τρια φεγγάρια το χρόνο παγωμένη. Και κάθε φορά κόβεις στα δυο τη φυλακή, ζωή για να μοιράσεις.
Όλοι για σένα ανιστορούν.
Δεν άντεξα κι ήρθα να σε βρω. Εσένα βασίλισσά μου. Εϊναι η λαχτάρα που με σπρώχνει και σου μιλώ. Τρέμω μα πρέπει να μ’ακούσεις. Τό’χανε πει οι μάγισες σαν ρίξαν την κατάρα:
“Μόλις νιώσεις σπαθί στο στήθος που να καίει, κίνησε να το βρεις. Έτσι μόνο θα σωθείς.”
Ούτε με νοιάζει αν με πικράνει το φιλί σου. Αρκεί τα χείλη σου ν’αγγίξουν τα δικά μου. Υγρή δροσιά να ξεδιψάσω. ”
“Σταμάτα άθλιε Γυρίνε!” ούρλιαξε αυτή τραβώντας με μανία το σπαθί της. Η κοφτερή λεπίδα σταμάτησε λίγο πριν κόψει στα δυο το μικρό βατράχι.
Έκλεισε τα μάτια του και περίμενε το τέλος. Δάκρυα κύλησαν από μέσα τους. Ψιθύρισε:
“Νέδα και Κυρά μου, ποτάμι της καρδιάς μου. Εσύ χαρίζεις την πνοή, εσύ να μου την πάρεις.”
Σίγησαν τα πουλιά, λούφαξε ο αέρας. Τα νούφαρα ανατρίχιασαν καθώς ρυτίδιασε η Νέδα.
Στο βλέμμα της το γκρίζο τα σύννεφα αντιφέγγισαν. Έσφιξε τη λαβή στην υγρή της χούφτα.
Κανείς δεν μίλησε απ’ τους δυο.