Κρατούσε και με τα δύο χέρια ένα παλιό ξεφτισμένο αρκουδάκι. Σίγουρα παιχνίδι από μεγαλύτερο αδέρφι ή ακόμα κι από γονιό-έδειχνε πραγματικά παλιό. Γεμισμένο με μπαμπάκι που άδειαζε από μια τρύπα στη δεξιά πατούσα-αίμα λευκό σε χνουδωτούς γρόμπους.

“Πώς τον λες;”

Σήκωσε τα μάτια. Ήταν αμυγδαλωτά και γκριζογάλανα σαν λίμνες αρυτίδιαστες. Με κοίταξε μια στιγμή και μετά κοίταξε τον αρκούδο.

Έψαχνε τις λέξεις.

“Δεν τού’χεις όνομα;”

Έγνεψε όχι. Κάπως αμήχανα τον πήρε και τον έστησε όρθιο μπροστά της με τα ποδαράκια να βουτάνε στη λάσπη. Άρχισε να τον κουνά αριστερά-δεξιά σαν να τον χορεύει. Αυτός υπάκουε αδιαμαρτύρητα.

“Μπορεί να μη του αρέσει που λερώνεται.”

Την έκανα να χαμογελάσει.
Με κοίταξε και τα μάτια της αστράψανε:

“Θα τον κάνω μπάνιο μετά. Του βάζω και σαπούνι. Από τα πράσινα που μας δίνουν.”
“Άμα το χαλάσεις σ’αυτόν το σαπούνι εσύ τί’θάχεις άμα τελειώσει;”

Σούφρωσε το στόμα.

“Δε με νοιάζει. Μυρίζει ωραία μετά και κοιμόμαστε αγκαλιά.”
“Σου τον κάναν δώρο;”

Έγνεψε ναι.

“Ποιος;”
“Ο Ραζίζ, είναι ο καλύτερός μου, φίλος, τον αγαπώ πάρα πολύ, όταν μεγαλώσουμε θα παντρευτούμε και θα κάνουμε πολλά παιδιά”, είπε απνευστί.
“Ω, αυτό είναι πολύ καλό νέο, σας εύχομαι η ώρα η καλή γλυκιά μου! Κι εσένα πώς σε λένε;”

Κάρφωσε τα μάτια της πάνω μου.

“Ζεηνώ.”

Το άρθρωσε στιβαρά και περήφανα.

“Ζεηνώ. Πανέμορφο.”
“Ευχαριστώ.”
“Και ο Ραζίζ πού είναι τώρα; Δε θα μου τον γνωρίσεις;”
“Τον πήραν σ’ένα λεωφορείο μαζί με το μπαμπά του και τη μαμά του κι άλλους πολλούς.”
“Πότε;”
“Πριν τρεις μέρες.”
“Για πού, ξέρεις;”
“Δεν ξέρω. Κάπου που δεν έχει σκηνές λέει.”

Τώρα είχε αρπάξει τον αρκούδο από το πόδι και τού’χωνε το κεφάλι στη λάσπη ξανά και ξανά, αφήνοντάς του ελάχιστες στιγμές ανάσας.

“Εσύ γιατί δεν πήγες μαζί;”
“Δεν ήρθαν να με πάρουν ο μπαμπάς κι η μαμά.”
“Πού είναι ο μπαμπάς κι η μαμά;”

Σταμάτησε να τον πνίγει. Γύρισε το κεφάλι μια δεξιά, μια αριστερά και οι καστανόξανθες μπούκλες της πέφτανε στο μέτωπο, πότε από τη μία πότε από την άλλη μεριά. Έμεινε να κοιτάει μακριά, πίσω από το συρματόπλεγμα, τη θάλασσα.
Ένα αεράκι φύσηξε και κούνησε την τούφα στο μέτωπό της.
Έσκυψα το κεφάλι αμίλητος και γύρισα να φύγω.

“Είσαι κλέφτης εσύ,ε;”

Με σταμάτησε η φωνή της.

“Τι; Κλέφτης;”
“Ναι.”
“Και τι κλέβω;”
“Κλέφτη κλέφτη πιάσανε, στο βασιλιά τον πήγαν
κι εκείνος τον ερώτησε τις λέξεις πού τις βρήκε
Κι ο κλέφτης δεν απάντησε, σ’ένα κελί τον ρίχνουν
και πια δεν έχει να μιλεί, με ποιον να κουβεντιάσει,
τα μυστικά να κλέψει να χαρεί, λέξεις να κρυφοπιάσει.”

Πήρε το βλέμμα της από τη θάλασσα και κοίταξε τον αρκούδο.

Τον σήκωσε, τον φίλησε και στη μύτη της απόμεινε λίγη λάσπη.

“Πρέπει να τον κάνω μπάνιο τώρα”.

Τινάχτηκε όρθια και χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος μου, κίνησε  προς τις σκηνές.

“Κλέφτη, κλέφτη, γεια σου κλέφτη” φώναξε φεύγοντας.

Και το αεράκι ξαναφύσηξε κι έφερε μαζί του ψίθυρο:

“Κλέφτη, κλέφτη γεια σου κλέφτη που ˊκλεψες τις λέξεις της μικρής Ζεηνώ…Κλέφτη κλέφτη γεια σου κλέφτη…”

20101215-DSCI1755-3

Άφησε ένα σχόλιο