Και κάπως έτσι μάθαμε πως είναι οι ανάσες των Λύκων.
Να στέκεσαι με το πρόσωπο καλυμμένο στον παγωμένο Βοριά,
να κλείνεις τα μάτια και να αναπνέεις.
Μια σταγόνα αίμα να κυλάει από τη μύτη. Το χνώτο πυκνό, να περνάει μέσα από τη χοντρή πλέξη, στον αγέρα.
Τα ακροδάχτυλα να καταφεύγουν τυλιγμένα στις τσέπες του επενδύτη. Τα πόδια στυλωμένα να θάβονται αργά.
Το μούσι αργά να γίνεται λευκό. Η γλώσσα κόκκινη και τραχιά να γλείφει τα κρούσταλλα στην άκρη από το μουστάκι. Λευκαίνεις σιγά-σιγά όλος. Γίνεσαι ένα με τον κορμό.
Εκτός από τα μάτια. Μαύρα, καίνε. Πυρόμαυρα. Ασάλευτα. Καρφωμένα. Εκεί πέρα.
Στις ανεπαίσθητες κινήσεις.
Ένα κεφαλάκι κοιτάζει νευρικά γύρω. Κοιτάζει απεγνωσμένα τον ουρανό. Αφήνει λυγμό-ίσα που ακούγεται. Παίρνει νέο κουράγιο και κάνει ένα βήμα μέσα στο βαθύ χιόνι. Δυσκολεύεται. Κι άλλο ένα. Βαριανασαίνει. Τρέμει-τη νύχτα και το Βοριά. Σφίγγει τα δόντια και συνεχίζει. Σταματά. Αφουγκράζεται. Όχι, δεν ήταν τίποτα. Ξεκινά πάλι. Σε κάθε βήμα ακουμπά στους κορμούς για βοήθεια. Και για κουράγιο. Τους αναγνωρίζει. Δεν είναι μακριά η καλύβα. Δε θα χαθεί. Δεν πρέπει να χαθεί.
Το στόμα μισάνοιχτο, η γλώσσα τώρα γλείφει τις άκρες των δοντιών. Τα ακροδάχτυλα ζεστά πια αγγίζουν το ξεφλουδισμένο κλαδί. Χαϊδεύουν το κλαδί αργά. Κανένας θόρυβος. Κάθε κίνηση σαν μέτρημα ρολογιού. Χρόνος που περνάει αργά. Οι κόρες των ματιών πυρώνουν κι άλλο. Κάνουν τη νύχτα μέρα. Και το σημαδάκι πλησιάζει.
Αγκομαχώντας.
Άκουσε κάτι. Αυτή τη φορά, σίγουρα άκουσε κάτι. Επιτάχυνε αλαφιασμένη. Το βήμα σκοντάφτει, πέφτει με τα μούτρα στο χιόνι. Πετάγεται αμέσως πάνω. Κοιτάζει γύρω. Κρατάει την ανάσα της. Ξεκινά πάλι. Προχώρα, προχώρα. Λίγο ακόμα.
Το σημαδάκι γίνηκε σκιά.
Εισπνέεις για να νιώσεις τον παγωμένο αέρα στον ουρανίσκο. Σ’αρέσει. Το αίμα από το ρουθούνι σου ποτίζει το πάνω χείλι· ζαλίζεσαι. Η καρδιά χτυπάει στο στήθος. Αδημονείς. Τα ακροδάχτυλα γρατζουνάν το κλαδί. Απροσεξία.
Η σκιά παγώνει.
Κάνει το κεφάλι της μπροστά. Τα μάτια της γουρλωμένα, ψάχνουν από πού ήρθε ο θόρυβος. Ο Βοριάς είναι, σπάει τα κλαδιά. Η καρδιά της πάει να σπάσει. Σκεπάζει το κεφάλι της με την κάπα. Κρυώνει. Κρύβεται. Κοιτάζει το χέρι της που σφίγγει το καλάθι. Δεν μπορεί να το πετάξει, όσο βαρύ κι αν είναι. Πρέπει να φτάσει στην καλύβα. Εκεί μετά το ξέφωτο δεξιά. Ή μήπως… ναι εκεί. Δεν πρέπει να χαθεί. Εκεί.
Εδώ.
Η σκιά γίνεται φιγούρα. Μαζεύεις τα μάτια σου. Καμπουριάζεις κι αφήνεσαι να γλυστρήσεις πάνω στον κορμό. Τον αγκαλιάζεις. Ακούς·το τρίξιμο που κάνουν τα βήματα στο χιόνι. Ακούς την ανάσα που τριγυρνάει μέσα στο σώμα σου. Καίει. Όλο σου το κορμί καίει.
Η μύτη και το στόμα της. Καίνε από το κρύο. Τα χείλια της ξεράθηκαν. Πονάει το κορμί της. Δεν αντέχει άλλο αλλά δεν πρέπει να σταματήσει. Δεν πρέπει να μείνει ακίνητη. Δεν πρέπει να την πάρει ο ύπνος, πρέπει να φτάσει. Μια στιγμή, μια στιγμούλα μονάχα, να εδώ σ΄αυτή τη λεύκα, ν’ακουμπήσει, δεν είναι μακριά ακόμα, ε; Να και ανεβαίνουν από τα μέσα της μια δυο νότες, έτσι να ξεφοβηθεί, να πάρει λίγο δύναμη, να τ’ακούσει ο Βοριάς να λυσσάξει που δεν τον φοβάται πια.
Και ο Βοριάς ξεπρόβαλε και ο Βοριάς εστάθη.
Γιατί είναι έτσι μαύρη η θωριά σου; Τα μάτια σου φεγγοβολάν σαν κάρβουνα. Τα δάχτυλα νεκρά σαν παγωμένα. Τα χείλη σου είναι ματωμένα, το στήθος σου γυαλί- νάτη η καρδιά σου που χτυπά. Για μένα; Τ’αχείλια σου για μένα ανοίγουνε, κόκκινα να φιλήσουν;
Την κοίταξε αμίλητος, την Αγκαλιά του ανοίγει.
Και ο Βοριάς την άρπαξε και ο Βοριάς την παίρνει. Αίμα στο αίμα κύλησε κόκκινο παντού.