Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Δεν είναι πως είχε κάποιο θέμα, μια πάθηση ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ούτε είχε παρουσιάσει κάποια δείγματα στο παρελθόν. Απλά συνέβη. Ξαφνικά σήμερα το μεσημέρι. Στις 2 μ.μ. Πριν το φαΐ. Κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος για να είμαστε ακριβείς  αλλά επ’ουδενί δε σχετιζόταν το συγκεκριμένο περιστατικό με το μαγείρεμα. Να καθαρίζεις κρεμμύδια, μάλιστα να το δεχτούμε, υποφέρουν τα μάτια σου, είναι γνωστή τοις πάσι η σχέση αιτίας αιτιατού στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αλλά αυτό; Αυτό; Ανεξήγητο. Και πώς το κατάλαβε; Η τηλεόραση από το σαλόνι ήταν ανοιχτή στη διαπασών για να της κάνει παρέα από μακριά στην κουζίνα. Ακούγονταν τα συνήθη σκουπίδια από κάποιο σκυλοπρωινάδικο της συμφοράς αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αυτά θέλει να ακούει και σ’όποιον αρέσουμε για τους άλλους δε θα μπορέσουμε-αλήθεια πόσο καιρό είχε να φτιάξει κολοκυθόπιτα ή ακόμα καλύτερα εκείνη την χορτόπιτα της θείας της Ελένης, καταπληκτική χανιώτικη συνταγή-και στην τελική έτρωγε κουλτούρα με το κιλό όλη την ημέρα στη δουλειά, είχε κάθε δικαίωμα να ακούει σαχλαμάρες τα πρωινά που είχε ρεπό.
Α ναι, η δουλειά της. Βασικά είναι υπεύθυνη παραγωγής σε θέατρο. Βασικά και υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, ταμίας, κορίτσι στο μπαρ στις παραστάσεις, ταξιθέτρια και ενίοτε σε  μικρά ρολάκια όταν το απαιτούσε ο σκηνοθέτης-διευθυντής-θιασάρχης-θηριοδαμαστής. (Εσχάτως νέο καθήκον της και κριτικός θεάτρου με ψευδώνυμο, σε παγκοσμίως άγνωστη καλλιτεχνική ιστοσελίδα με πέντε ακολούθους στο φέισμπουκ-όλα στην εκπληκτική τιμή των 380 ευρώ καθαρά-το πάλεψε αυτό το “καθαρά” και ήταν περήφανη γι’αυτό.)
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας και ξεφύγαμε. Η τηλεόραση λοιπόν, την ώρα που αυτή περίμενε τις φακές να χυλώσουν, χαμήλωσε. Απότομα. Η ένταση. Από μόνη της. Έτσι από το πουθενά. Το συνειδητοποίησε με διαφορά φάσης (Σ.Μ για τους μη έχοντες περάσει από πρακτικό-πρώτη δέσμη: διαφορά φάσης=μετά από πέρασμα χρόνου, συνήθως μικρού).
Δεν άκουγε πλέον τον κύριο που ξελαρυγγιαζόταν καταστρέφοντας με σθένος κάποιο γνωστό άσμα του παλαιού Νέου Κύματος-ο τίτλος μας διαφεύγει εν τω προκειμένω- και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Στην αρχή τρόμαξε. Άρπαξε μαχαίρι. Κι αν είχε μπει κάποιος κλέφτης όπως στις ταινίες, όσο αυτή είχε ανοιχτό τον απορροφητήρα κι ερχόταν από το πλάι την ώρα που αυτή σιγοντάριζε τον τύπο από την τβ;
Πετάχτηκε, ομολογουμένως απρόσεχτα-της έλειπε η εκπαίδευση-από την πορτούλα της κουζίνας στο σαλόνι έτοιμη να ξεκοιλιάσει ως ατρόμητη Βίκιγκ τον όποιο επίδοξο εισβολέα. Τζίφος. Τα ροζ λαμπάκια που αναβόσβηναν ανόρεχτα πάνω στο σύνθετο ήταν το μόνο πράγμα που κινιόταν στη σαλοτραπεζαρία. Ανάσανε. Τότε τι έγινε; Αναρωτήθηκε φωναχτά. Αλλά ω! Η φωνή της βγήκε πιο θαμπή. Ή μάλλον αυτή την άκουσε πιο αχνά. Κυρίως από την αντήχηση μέσα της και λιγότερο από τον αέρα στα πτερύγια των μικροκαμωμένων αυτιών της. Την έλουσε κρύος ιδρώτας; Κουφάθηκε!;;; Δεν πονούσε όμως. Μήπως χασμουρήθηκε απότομα; Δε θυμάται κάτι τέτοιο αλλά και να χασμουρήθηκε δεν κουφαίνεσαι μωρέ από το χασμούρεμα! Μήπως φτιαρνίστηκε; Όχι, κατηγορηματικό όχι. Από την προσγείωση με το αεροπλάνο; Λες απ’αυτό; Ναι θα είχε κάποιο νόημα αλλά το τελευταίο ταξίδι που είχε κάνει με αεροπλάνο ήταν πριν τρία χρόνια όταν την είχαν στείλει από το θέατρο στο Βερολίνο με δικά της έξοδα για να αντιγράψει κανά δυο καλές παραστάσεις. Έκτοτε την έβγαζε μέχρι τον Καρβασαρά -γιορτές στους δικούς της-και το καλοκαίρι καμιά Ανάφη με το σινάφι.
Εντάξει έπρεπε να μείνει ψύχραιμη. Κάτι περαστικό σίγουρα. Σε λίγο θα ήταν μια χαρά. Αλλά Θε(έ) της! Είχε ραντεβού σε δυο ώρες για καφέ. Με τον Κ. (Τέλος πάντων το όνομα δεν αφορά τους αναγνώστες, εντάξει, είπαμε ο κόσμος είναι μικρός, όλοι γνωστοί είμαστε μεταξύ μας στο χώρο αλλά ας μη δίνουμε κι άλλη τροφή στα κουτσομπολιά.)
Τι θά’κανε; Πώς θα πήγαινε σα τη σχωρεμένη τη γιαγιά την Κατίνα που έσκυβε κάθε που έβλεπε τον άλλο να κουνάει τα χείλια, “ε;”. Έλα υπερβολές δεν είναι θεόκουφη, είναι λίγο βουλωμένα τ’αυτιά και απλά θα προσπαθεί διακριτικά ν’ακούει από πιο κοντά κι επιτέλους να προσέξει τι της λέει ο συνομιλητής κι όχι να τον καβαλά και να τον διακόπτει συνέχεια. Παρντόν, “καβαλά”.
Άσε που ανησυχεί υπερβολικά και σε δύο ώρες δε θά’χει τίποτα.
Το ραντεβού ήταν στην Κυψέλη, σε γνωστό καφεζαχαροπλαστείο της περιοχής με γλυκά έτσι κι έτσι, γεγονός  που αύξανε τις πιθανότητες να ισχύουν οι φήμες που ήθελαν την διεύθυνση της επιχείρησης να ασχολείται και με άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες στην περιοχή-φήμες που η στήλη για λόγους επιβίωσης δε θα ήθελε να επεκταθεί.
Η απόσταση από τα βόρεια προάστια μέχρι την Κυψέλη με συγκοινωνία είχε πάντα ενδιαφέρον, διαρκούσε χαλαρά μιάμιση ώρα (με αλλαγή δύο λεωφορείων, ή τρένου-λεωφορείου ή ενός γαλατάδικου λεωφορείου που σου προσέφερε τη μισή Αθήνα στο πιάτο. Όλα ανάλογα τη διάθεση.)
Η ακόμα βαρύκουη ηρωΐδα μας προτίμησε τη τουριστική βερσιόν του γαλατάδικου. Ήθελε πάση θυσία να αποφύγει το κρύο. Εξάλλου έτσι, είχε όλη την ώρα στη διάθεσή της να κάνει εξάσκηση στην ακρόαση ή ακόμα και στο διάβασμα χειλιών των συνεπιβατών της.
Τα πήγε πολύ καλά. Ήταν ικανοποιημένη.
Έφτασε στο ζαχαροπλαστείο του Μπάμπη του Σουγιά με πέντε λεπτά καθυστέρηση.
Ο Κ. την περίμενε ήδη σε ένα τραπέζι ακριβώς κάτω από το γιγαντιαίο αερόθερμο-δόξα τω Πανάγαθω. Η τύχη της χαμογελούσε.  
Ο Κ. σηκώθηκε, χαμογέλασε, την αγκάλιασε, και της είπε “χιόνια θολά”, μα τι λέει; Χριστέ μου το αερόθερμο. Ζέστη μεν, θόρυβος δε. Κρύος ιδρώτας, πώς θα τα καταφέρει, χαμογέλασε, τον ρώτησε πως είναι ο ίδιος καθώς έστριβε για να κάτσει στην καρέκλα της, πάει η προσοχή της, αυτός κάτι της απάντησε, άστο να πάει θα πιάσει τα επόμενα.
Έτσι πορεύθηκε για κάποια ώρα αυτό το ραντεβού στα “κουφά”.
Ο Κ., ένας οξυδερκής μα και ευαίσθητος νέος, άρχισε να αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά. Η συνομιλήτριά του σαν να μην εκτιμούσε-πρώτη φορά- το ευφυές αστικό του χιούμορ και γενικά αντιδρούσε σε όλα με ένα αμήχανο χαμόγελο και μια κίνηση σχεδόν τικ· απότομο τίναγμα μπροστά με ταυτόχρονη κλίση  του αριστερού ώμου  και μάτια ορθάνοιχτα αγελαδινά. Μια στις τρεις φορές το όλον συνοδευόταν από ένα “ε;”. Το αποκορύφωμα ήταν η στιγμή που της πρότεινε “να πάνε σινεμά το βράδυ” και η απάντηση ήταν πως “δεν αντέχει αυτές τις καινούριες κουζίνες” (Σ.Μ δεν είμαστε εδώ σε θέση να γνωρίζουμε τι ακριβώς άκουσε η ηρωΐδα μας, ίσως κάτι του στυλ “ να φάμε κιμά με λάδι”, άβυσσος το αυτί του ανθρώπου.)
Της έπιασε πατρικά το γόνατο και τη ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνη ξέσπασε σε αναφιλητά. Το συνθετικό γουνάκι αναπηδούσε στο στήθος της και γέμιζε με δάκρυα και μυξούλες.
Ο Κ. σαστισμένος  της μιλούσε τρυφερά αλλά βέβαια εκείνη μέσα από τους μικρούς λυγμούς της άκουγε ό,τι νάναι. Ηρέμησε, πήρε μιαν ανάσα και του τα είπε. Με τη σειρά.
Ο Κ. που ήταν ένας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μορφωμένος νέος έμεινε για λίγο σκεφτικός. Εκείνη περίμενε κρατώντας την αναπνοή της. Εκείνος πλησίασε κοντά στο αυτί της και χωρίς να τον νοιάζει τι εικόνα δίνει στους ήδη θορυβημένους πελάτες του καφεζαχαροπλαστείου-πλυντηρίου στοιχημάτων, άρχισε να της εξηγεί αργά και με ήρεμη φωνή τη θεωρία του. Για πολλούς μια θεωρία συνωμοσίας αλλά για τους λίγο και μυημένους μια πραγματικότητα: 440 Hz. Η συχνότητα στα οποία κουρδίζονται τα όργανα. Μια συχνότητα που σε αντίθεση με τις χαμηλότερες συχνότητες των κάτω από 435 Hz που ηρεμούν σώμα και πνεύμα, αυτή δημιουργεί μία ένταση που ο ακροατής-θύμα δεν αντιλαμβάνεται. Η συχνότητα των 440 Hz συμφωνήθηκε σε μια διεθνή συνδιάσκεψη εκεί κάπου πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, σε μια εποχή που ο ολοκληρωτισμός και η προπαγάνδα ήταν προ των πυλών. Κι έτσι από τότε η συχνότητα κουρδίσματος όλο και ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά ώστε όλοι να μετατραπούμε σε θηρία ανήμερα και οι ζωές μας να καταρρεύσουν.
Εκείνη τον κοίταξε με μάτι τρελού. Εκείνος απτόητος ολοκλήρωσε τη θεωρία του.
“Το κερασάκι στην τούρτα για σένα ήταν εκείνο το τραγούδι που άκουσες. Στο πρωινάδικο, από κείνον το φωνακλά. Όλα αυτά τα κανάλια και οι εκπομπές είναι μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου αποσυντονισμού του νευρικού μας συστήματος, μέχρι να γίνουμε πειθήνια όργανά τους. Αλλά μην απελπίζεσαι. Θυμάσαι ποιό τραγούδι ήταν;”
“Όχι” ψέλλισε εκείνη. Εκείνος συνοφρυώθηκε. “Αυτό είναι πρόβλημα”, είπε. Υπάρχει τρόπος να επανέλθουν τα τύμπανά σου αλλά θα σου πάρει λίγο χρόνο. Έχεις παλιά βινύλια σπίτι;”
“Κάτι λίγα”, απάντησε απορημένη αυτή.
“Ωραία, μήπως έχεις το “Μουνί το λένε Γιώτα” από την εκτέλεση της Δόμνας Σαμίου;”
Παύση. Αυτή τη φορά ήταν σίγουρη πως δεν άκουσε καλά.
“Συγνώμη;”
“Ή το “ένα μουνί παινεύτηκε” , το ίδιο είναι, την κάνει τη δουλειά του.”
Τα μάτια της τον κοίταξαν διεσταλμένα.  Δεν είχε ακριβώς φανταστεί έτσι το ρομαντικό ραντεβού τους. Στέγνωσε το στόμα της. Ο βόμβος στ’αυτιά της χειροτέρευε. Τώρα την είχε πιάσει και πονοκέφαλος. Ο Κ. απτόητος. “Αν δεν τάχεις δεν πειράζει. Πάμε Μοναστηράκι να ψάξουμε, έλα! Παρακαλώ το λογαριασμό!”
Ήταν ενθουσιασμένος. Εκείνη ένιωσε μια ζαλάδα, προσπάθησε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της, να μη δείξει σημάδια αδυναμίας  αλλά του κάκου. Πήγε να σηκωθεί και της ήρθε σκοτοδίνη. Σωριάστηκε στην καρέκλα κι ένιωσε να χάνει τον κόσμο. Ημιλιπόθυμη άκουσε τον Κ. να ορμά πάνω της να την πιάσει, να φωνάζει για λίγο νερό, να της δίνει χαστουκάκια, να της βάζει τα πόδια ψηλά και να φωνάζει δυνατά πάνω της ακατάληπτα λόγια πανικού, που όμως σιγά σιγά άρχισαν να ξεκαθαρίζουν, κι άλλο, όλο και περισσότερο και ναι όλο και πιο καθαρά:

το μουνί καλέ το μουνί, το μουνί το λένε Γιώτα, το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα κι όποιον θέλεις σύρε ρώτα, το κεφάλι μπαίνει πρώτα και τ’αρχίδια κλείν’την πόρτα!”.

Τον άκουγε, τον άκουγε ολοκάθαρα να τραγουδά απελπισμένος από πάνω της με πάθος, Αυτός, ο Σωτήρας της, ο Ήρωάς της, ο Κ. της κι αυτή ναι, άκουγε σταδιακά τα πάντα, καμπάνα, δυνατά, περήφανα, ω Έρωτα Έρωντα!, “ένα μουνί παινεύτηκε σ’ Ανατολή και Δύση…” συνέχιζε ο άλλος το ρεπερτόριο , τινάχτηκε η δικιά μας του άρπαξε το στόμα, τον γέμισε φιλιά, αγάπη ρε μουνιά, οι πελάτες γύρω ξεσπούν σε χειροκροτήματα και αλλαλαγμούς, ο Μπάμπης να ουρλιάζει βουρκωμένος μπροστά στο θαύμα και να κερνά όλους κονιακάκια, από ψηλά η Δόμνα με τσαμπούνες, χαρωπά αγγελάκια, κονφετί, νιφάδες χιονιού, καρδούλες, αερόθερμα, έρως ανίκατε μάχαν κι επι γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία, Ντιν, Νταν, Ντον, Ντιν, Νταν, Ντον!

(
Σ.Μ βουρκώνει και ο γράφων ως μάρτυς ενός τέτοιου ρομαντικού στιγμιοτύπου, ας αφήσουμε  λοιπόν τους δύο νέους να ζήσουν τη στιγμή κι εμείς ας απομακρυνθούμε διακριτικά, ευχόμενοι και στα δικά μας!)

0 Replies to “2 μ.μ

Άφησε ένα σχόλιο