Το περίμενε αυτό το χιόνι. Όχι με τον τρόμο που το παρουσίαζαν τα κανάλια και οι φυλλάδες αλλά με την αδημονία της ηλικίας του. Είχε όλες τις εφαρμογές στο κινητό σε ετοιμότητα, έκανε ανανέωση κάθε δέκα λεπτά, είχε στυλώσει τα αυτιά του στα ραδιόφωνα και κάθε τόσο έβγαινε στο μπαλκόνι και προσπαθούσε να καταλάβει από τα σύννεφα. “Πολύ αραιό, μπα δεν είναι αυτό, αυτό κάπως γκρίζο-ούτε αυτό είναι”- το σύννεφο του χιονιού είναι άσπρο και φεγγοβολά μες τη νύχτα. Κι όταν ξεκινά το χιόνι πέφτει μια σιωπή παντού, ακόμα και μέσα στην πόλη. Είναι γιατί η πούδρα απλώνεται παντού και ο ήχος δεν αντανακλάται-απορροφάται. Ναι το είχε σκεφτεί πολλές φορές, από τότε που έκανε εκείνες τις νυχτερινές του βόλτες στο Βορρά. Βραδυπορούσε ή έμενε ακίνητος τελείως. Για να αφουγκραστεί. Το Τίποτα. Την ησυχία. Ή μάλλον το κενό του Ήχου. Και τα βήματα ακόμα, αντηχούσαν σαν τα πατουσάκια της γάτας στη φλοκάτη. Όταν το χιόνι ήταν φρέσκο. Γιατί όταν σκλήραινε ή γινόταν λάσπη…’Αστο αυτό τώρα, εδώ μιλάμε για το άσπρο, το κάτασπρο το χιόνι που το περιμένεις με ανοιχτό το στόμα να το καταπιείς.
Ήταν ενθουσιασμένος. Θυμόταν στο σχολείο τότε, Μάρτης μήνας τό’χε στρώσει κι αυτός μόλις το είδε από το παράθυρο της αίθουσας άρχισε να χοροπηδά σαν τρελός και πετάχτηκε έξω να το πιάσει, να το βουτήξει, να το φάει, να το πασαλειφτεί παγωμένη μάσκα με κολλημένο πάνω της χαμόγελο. Οι συμμαθητές του γέλαγαν μαζί του αλλά τον χαίρονταν κιόλα! Τόση χαρά γιατί; αναρωτιόντουσαν. Δεν ήξεραν ή μάλλον τό’χανε ξεχάσει πως ο καινούριος τους συμμαθητής δεν είχε δει ποτέ του χιόνι. Μεγαλωμένος στα μέρη που τα φυσά ο Σιμούν, είχε δει φωτογραφίες, είχε διαβάσει γι’ αυτό αλλά ποτέ δεν τό’χε ξαναπιάσει, δεν τό’χε μυρίσει, δεν τού’χε παγώσει τα χέρια και τα μάγουλα. Ποτέ δεν τού’χε γεμίσει τα μαλλιά-να το τινάξει έτσι να σαν την άχνη από τους κουραμπιέδες. Κι από τότε δε σταμάτησε να το περιμένει. Δεν το χόρταινε. Έγραφε στο ημερολόγιό του τις χρονιές που χιόνισε στην Αθήνα. Και κάθε φορά που πλησίαζαν οι Γιορτές ή εκεί στα τελευταία κρύα του Μαρτίου, άνοιγε τα πρωινά ανυπόμονα τις κουρτίνες μήπως και του φανερωνόταν το παραμυθένιο άσπρο. Ακόμα και τα χρόνια στο Βορρά που δεν ήταν και σπάνιο πράγμα δα το χιόνι, δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του κάθε φορά που χιόνιζε. Ακόμα κι εκείνο το χειμώνα που δεν έλιωσε το χιόνι για έξι μήνες, μόνος αυτός το αντίκρυζε κάθε πρωί σαν νά’ταν η πρώτη μέρα που έριξε.
Έτσι και τώρα κοιτούσε το ρολόι. “Είπαν μετά τα μεσάνυχτα. Γιατί δε ρίχνει; Λάθος έκαναν. Η βροχή που έριξε χθες θά’ταν αλλά δεν είχε τόσο κρύο κι έμεινε βροχή…”. Σκεφτόταν ό,τι επιστημονικοφανές του ‘ρχότανε για να βρει μια δικαιολογία. Βγήκε μια βόλτα έξω γύρω στο τετράγωνο. Είχε πάει δύο τη νύχτα. Σαν το περπάτημά του να ήταν ο δικός του, κρυφός “χορός του χιονιού” κι αυτός ο λευκός σαμάνος. Αλλά τζίφος. Και πίσω πάλι σπίτι. Και είπε να περιμένει στο κρεβάτι. Και κοίταζε και περίμενε ξαπλωμένος μες τη νύχτα, με την κουρτίνα τραβηγμένη και την τέντα σηκωμένη να μη χάσει τη στιγμή. Και η ώρα περνούσε. Και λίγο το πάπλωμα, λίγο τα βλέφαρα που βάρυναν, η ανάσα του σαν να ησύχασε και τα όνειρα σαν νιφάδες σκεπάσανε τα μάτια του. Και κάπου άκουγε τους φίλους του, φωνές παιδιών να τον φωνάζουν αλλά τι παράξενο δεν τους έβλεπε, τι όνειρο χαζό ήταν αυτό, χωρίς εικόνα και οι φωνές δυνάμωναν αλλά από μακρυά και γίναν γέλια, πολλά γέλια και σαν κάπως να αντήχησαν αλήθεια μες τ’αυτιά του κι άνοιξε τα μάτια σαστισμένος και κατάλαβε πως ήταν αληθινές οι παιχνιδιάρικες φωνές μες τη νύχτα, που μόνο ένα πράγμα σήμαινε, τό’ξερε, τό’ξερε! Πετάει το πάπλωμα, σκουντουφλάει με τις παντόφλες, ανοίγει το μπαλκόνι και το βλέπει παντού, παντού! Στρωμένο , οι λεύκες απέναντι μέχρι πάνω, οι στέγες, οι δρόμοι απάτητοι και η βουβαμάρα του χιονιού, ναι, βουβαμάρα είναι η λέξη που έψαχνε…(Σαν τις λίμνες. Αυτή είναι η διαφορά της θάλασσας από τη λίμνη. Η λίμνη είναι βουβή. Ακόμα περισσότερο τη νύχτα, που φύλλο πέφτει στο νερό και το ακούς. Δεν έχει αντάρα η λίμνη. Δεν έχει αντάρα το χιόνι. Χάδι είναι.)
Τεντώνει το κεφάλι έξω απ’το μπαλκόνι, να έτσι, να το νιώσει στο λαιμό, στα μάγουλα, να χωθεί στη μπλούζα την ξέχειλη, να τον κρυώσει με γαργαλητό, να γελάσει τρανταχτά, να τρέξει μέσα να το πει στους γονείς του που κοιμούνται, έτσι μ’αυτή την αδημονία της ηλικίας του αλλά κάπως δεν θυμάται καλά, είναι κλειστή η πόρτα τους, σφαλιχτή, κοιμούνται βαθιά, ναι πολύ βαθιά, είχε ξεχάσει πόσο βαθιά, γιατί περάσανε πολλά χρόνια από κείνο το πρώτο χιόνι στο σχολείο, πάρα πολλά, μα ‘φτός δεν τα μέτρησε σωστά μες τη φούρια, κοντά τριάντα χειμώνες περάσανε και δεν ξέρει σίγουρα μες τη νύχτα πόσο χρονών να είναι τώρα, είναι αυτή η αδημονία που δε φεύγει και τον μπερδεύει, του μπερδεύει το μέτρημα, δε φταίει αυτός, οι κουρτίνες είναι ίδιες και οι τέντες κι αυτές ίδιες και τα κάδρα πάντα εκεί, μόνο η πόρτα, η πόρτα που κοιμούνται είναι σφαλιχτή. Ίσως αν κοιμηθεί ξανά, να θυμηθεί και να μετρήσει σωστά. Ίσως αν κοιμηθεί να γίνουν όλα όνειρο και το όνειρο να μαλακώσει.
Να γίνει χιόνι.

(πρώτη γραφή 29/12/2016)

2 Replies to “το Χιόνι

Άφησε ένα σχόλιο