Αίθουσα αναμονής Νοσοκομείου. Εφημερία αλλά τα περιστατικά χαλαρά, ο κόσμος όμως αρκετός και η αναμονή διαρκεί τουλάχιστον ένα δίωρο. Ηλικιωμένη κυρία που την έχουν παρκάρει τα παιδιά της κι έχουν φύγει προσπαθεί για να περάσει η ώρα να πιάσει την κουβέντα με όποιον κάθεται δίπλα της. Αλλά δεν το κάνει με το μίζερο παραπονιάρικο τρόπο που έχουμε συνηθίσει. Είναι ευδιάθετη, με ευφράδεια και μάτια κυριολεκτικά τσαχπίνικα. Μοιράζεται άνετα πληροφορίες από τη ζωή τη δική της και των παιδιών της-μάθαμε για τις πολλές νύφες που της έχει παρουσιάσει ο γιος από όλα τα μήκη και πλάτη της γης, κάθε λιμάνι και καημός-αλλά και πολιτικές ανάλαφρες συζητήσεις με στοιχεία Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, όλα ένα αξιολάτρευτο τουρλουμπούκι. Απευθύνεται ακόμα και σε πρόσφυγες στα αγγλικά και γενικά είναι η χαρά της παρέας. Η ένταση της φωνής δεν έχει ξεφύγει, κινείται σε διακριτικά επίπεδα μέχρι που… “Αυτό είναι αφιερωμένο σε όσους καταλαβαίνουν ελληνικά” και με στεντόρεια πλέον φωνή:
“Μες την υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές…”.
Και απαγγέλει τους Μοιραίους ολόκληρο, απ’έξω.
Τελειώνοντας γυρίζει στο διπλανό άντρα που ήταν ο τελευταίος συνομιλητής: “Βάρναλης, τον ξέρεις;”
Αυτός αμήχανος δε μιλάει, γυρίζει η Κυρία ψάχνοντας κάπου κατανόηση “εσύ, νεαρέ με το σακίδιο, απήγγειλα Βάρναλη, άκουσες;” Εγώ, -ο νεαρός με το σακίδιο- έγνεψα ναι, χαμογέλασα, της απένειμα τα εύσημα διακριτικά και σχετικά γεναιόδωρα και ξαναπορροφήθηκα σε μένα με μια μεγάλη δόση ενοχής. Ένα κομμάτι μου επεξεργαζόταν τι είχε μόλις συμβεί, με την άγρια χαρά της ανακάλυψης της μικρής ασυνέχειας στο συμπαντικό λογισμικό κι ένα άλλο ήθελε να το αφήσουν στην ησυχία του. Και φυσικά το πρώτο λυπόταν για την κατάντια του δεύτερου.
Η Κυρία απτόητη πλέον συνεχίζει στο επόμενο. Έχει πάρει φωτιά. Πλησιάζω και τη ρωτάω “Παλαμάς;” , “Πορφύρης!” μου απαντά με περηφάνια, “αλλά ξέρω και Παλαμά” και συνεχίζει με Παλαμά.
‘Εχω μείνει σα χαζός να την κοιτάζω. “Γνωρίζω 147 ποιήματα απέξω, ξέρετε τι ωραία που περνάμε στο λεωφορείο στις εκδρομές;”
Όχι, δεν ξέρω αλλά σας ζηλεύω πολύ Κυρία…;
Ούτε το όνομά της δεν έμαθα. Άνοιξε μια πόρτα, χάθηκα βιαστικά πίσω της και μαζί χάθηκαν και τα τελευταία τιτιβίσματα.
Ένα βιαστικό αντίο κι ένα συγκαταβατικό χαμόγελο από μένα, δύο φωτεινά μάτια από ‘Κείνη.

(πρώτη γραφή 18/12/2016)

0 Replies to “στην Εφημερία

Άφησε ένα σχόλιο