Είχε ξυπνήσει από τις εξήμιση το πρωί· με αυτό το πρώτο φως του πρωινού, που μόνο μάτια που δε χρειάζονται πια τον ύπνο το συλλαμβάνουν. Τα ξύλινα παντζούρια μισάνοιχτα και το τζάμι μια χαραμάδα, να μπαίνει η δροσιά. Είχε κοιτάξει το κορμάκι της που ανέπνεε δίπλα του ήσυχα και είχε σηκωθεί προσεκτικά να μην την ενοχλήσει.

Αφού πέρασε από την τουαλέτα-χωρίς να τραβήξει καζανάκι-κατευθύνθηκε προς την μικρή κουζίνα με την παλιά πόρτα που οδηγούσε στη σκάλα υπηρεσίας και στον ακάλυπτο. Την άνοιξε-πάντα μαλακά-και βγήκε λίγο στο πλατύσκαλο. Η κίνηση του δρόμου, που ακόμα δεν είχε πυκνώσει, ακουγόταν ελάχιστα εδώ στην πίσω μεριά. Ευτυχώς. Έτσι μπορούσε να χαρεί τα σκόρπια πρωινά τιτιβίσματα, που έρχονταν από τα δυο τσουρούτικα δεντράκια του ακάλυπτου. Πήρε μιαν ανάσα από τη μύτη, χαμογέλασε κι άφησε ν’ακουστεί ένα αλαφρό “μμ”.
Γύρισε στην κουζίνα κι έβαλε νερό στο μπρίκι. Δύο καφέ, μισή ζάχαρη. Όσο περίμενε άνοιξε το ραδιοφωνάκι που ήταν στο ράφι πίσω, πάνω απο το τραπεζάκι. Χαμήλωσε την ένταση, όσο ν’ακούγεται σα μουρμουρητό πιο πολύ. Ειδήσεις τώρα. Θα το γυρνούσε στο τρίτο πρόγραμμα, όταν θα ήταν να ξυπνήσει η “τεμπέλα” του, όπως την έλεγε. Η κυρία Ζηνοβία. Και ο κύριος Αριστείδης. Έκλειναν φέτος 59 χρόνια γάμου. Στις εικοσιοκτώ Νοεμβρίου. “Σα χθες και μια ζωή”, όπως έλεγε πάντα ο ίδιος.
Απόλαυσε τον καφέ του με αργές γουλιές, με τα ακαθόριστα μουρμουρητά των δημοσιογράφων να του κάνουν παρέα. Του άρεσε που άκουγε χρωματιστές φωνές το πρωί. Πάντα αναρωτιόταν που το έβρισκαν τόσο κέφι και μετά έσκαγε ένα γελάκι με το ίδιο του το αστείο.
Μάζεψε το φλυτζάνι του και σκούπισε με το ειδικό σκουπάκι-το αγαπημένο του-τα θρουλήμματα από το παξιμάδι. Ξανάβαλε νερό να βράζει κι άνοιξε τις φρυγανιές και το μέλι. Πλησίαζε η ώρα να την ξυπνήσει.
Το φως έμπαινε πια πιο θαρραλέα και ζεστά από την μπαλκονόπορτα του μικρού σαλονιού Εξ’αντανακλάσεως βέβαια. Δεύτερος όροφος, τριάρι σε πολυκατοικία του 1951 από τις πρώτες στην Κυψέλη. Κάποτε “Μονδέρνα Κατοικία δια εκλεκτούς πελάτας”, τώρα πλέον μια ανάμνηση χωμένη στις σκιές της οδού Τενέδου.
Μια σονάτα πλημμύρισε το διαμέρισμα διακριτικά, το βρασμένο αυγό με τις φρυγανιές και το τσάι ν’αχνίζει περίμεναν στο δίσκο στο σαλόνι και ο κύριος Αριστείδης με ένα χάδι κι ένα φιλί στο μέτωπο-”ξύπνα τεμπέλα μου, ξύπνα 8 η ώρα…” βοηθούσε ήδη την κυρία Ζηνοβία να ανακαθίσει. Τις φόρεσε τις παντόφλες της-ήταν η εποχή για τις μπλε παντόφλες, το χειμώνα ήταν οι μωβ-και αυτή του το ανταπέδωσε μ’ένα χαμόγελο.
“Βρε Ζηνοβία πάλι ρίχνεις νερό μόνο στα μάτια, τι πλύσιμο είναι αυτό, κοροϊδεύεις τον κόσμο πως πλένεσαι, δεν έχω ξαναδεί κανέναν να πλένεται έτσι” της είπε γελώντας δυνατά ο κύριος Αριστείδης. Ψέμματα, φυσικά και είχε δει, εδώ και εξήντα χρόνια κάθε πρωί την πείραζε, είχε γίνει κι ανέκδοτο ανάμεσα στους φίλους τους.
Αλλαγή ρόμπας-γιατί “κάποιον μπορεί να συναντήσουμε στη διαδρομή υπνοδωμάτιο-σαλόνι, πού ξέρεις, μη μας δει και με την ρόμπα του κρεβατιού” και αγκαζέ μέχρι την πολυθρόνα.
Σήμερα έπρεπε να βιαστεί η κυρία Ζηνοβία με το πρωινό της γιατί ο κύριος Αριστείδης επέμενε να πάνε νωρίς στην τράπεζα για να πάρει τη σύνταξή της. “Πιο αργά έχει πιο ζέστη και ουρές.”
Αλλά η κυρία Ζηνοβία μασούσε όσο αργά έπρεπε για να μην στραβοκαταπιεί και ρουφούσε το τσάι με την τελετουργία και το ρυθμό που του άρμοζε.
Ο κύριος Αριστείδης της κουβέντιασε όλα τα νέα που άκουσε-όσα άκουσε-από το ραδιόφωνο και περίμενε υπομονετικά να κατέβει και η τελευταία μπουκιά απο το αυγό και τις φρυγανιές. Εντολή γιατρού.
Είχανε διαλέξει από την προηγουμένη τα ρούχα για τη “βόλτα” στην τράπεζα.
Η κυρία Ζηνοβία φορούσε πάντα παντελόνι, ήταν κάθετη σ’αυτό κι ένα φθινοπωρινό σακάκι πάνω από τη βαμβακερή μακρυμάνικη μπλούζα. Ζεστό ντύσιμο αλλά άκρως απαραίτητο. Παπούτσια χαμηλά, με μικρό τακούνι και το μαύρο διακριτικό μπαστούνι ως τελευταία στοιχεία της αμφίεσης.
Η κυρία Ζηνοβία έψαξε τη μπλε σκιά της, στήθηκε μπροστά στο καθρέφτη και την άπλωσε, με όλη την κοκκεταρία της ηλικίας της, στα μάτια της, στηριζόμενη εναλλάξ στο μπουντουάρ, μια με το αριστερό και μια με το δεξί χέρι. Ο κύριος Αριστείδης τη χάζευε. Με λατρεία. Και χαμόγελο. Με την ίδια λατρεία και με το ίδιο χαμόγελο. ‘Ολων αυτών των χρόνων.
Τα γυαλιά ηλίου που βρίσκονται πάντα στο πορτατίφ δίπλα στην έξοδο και η μικρή δερμάτινη τσάντα με τα χαρτομάντιλα μέσα, η τελευταία πινελιά.
Η μέρα ήταν γλυκιά, ο ήλιος δεν έκαιγε κι ούτε φυσούσε. Δηλαδή ο τέλειος καιρός για περίπατο. Αλλά προείχε η τράπεζα κι έτσι ο κύριος Αριστείδης χεράκι χεράκι με την κυρία Ζηνοβία, έστριψαν δεξιά στη Δροσοπούλου. Τα “ρημαγμένα”πεζοδρόμια δυσκόλευαν το μπαστούνι κι έτσι το ζεύγος βάδιζε αργά, σταματώντας πότε πότε να πάρει μια ανάσα-η κυρία Ζηνοβία δηλαδή. Κι επ’ευκαιρία κοιτούσαν και γύρω γύρω παρατηρώντας κτίρια, διαμερίσματα, βιτρίνες, πρόσωπα, με τον κύριο Αριστείδη πλήρως ενημερωμένο για τα καινούρια μαγαζιά στην περιοχή. Αλλά το αγαπημένο τους, στη διάρκεια αυτών των στάσεων, ήταν να κοιτάζουν ψηλά. Πολύ ψηλά. Τον ουρανό, τα σύννεφα, ό,τι έμπαινε στο οπτικό τους πεδίο, “Κοίτα ένα αεροπλάνο!”. “Ωω!”
Και μετά πάλι να κινούν αργά με τον κύριο Αριστείδη να τραγουδά μ’αυτή τη βαθιά κανταδόρικη φωνή, δίνοντας το στίγμα του κεφιού στην παρέα :

“Τώρα σ’εχω αγάπη μου/ μες τα δυο μου χέρια/ και γελούν οι θάλασσες/ οι ουρανοί τ’αστέρια…”

Ευτυχώς η τράπεζα ήταν κοντά-δέκα λεπτά ήταν ήδη χρόνος οριακός για τις αντοχές της κυρίας Ζηνοβίας. Διέσχισαν το δρόμο απέναντι κι έκαναν το τελευταίο ανέβασμα στο πεζοδρόμιο έξω από την πόρτα της τράπεζας. Υπήρχε ήδη μια ουρά, “ας όψεται το σύστημα που έκαναν, το καινούριο, πόρτα ασφαλείας με κάμερα να μπαίνει ένας ένας μέσα, μια ταλαιπωρία!”. Σταθήκαν στην ουρά και περίμεναν να μπουν.
Ξαφνικά η κυρία Ζηνοβία γυρίζει και κοιτάζει απότομα τον κύριο Αριστείδη:
‘Ποιός είσαι συ” του κάνει και τινάζεται προς τα πίσω. Ο κύριος Αριστείδης αιφνιδιάζεται από το τίναγμα “Ζηνοβία μου’, “Ποιός είσαι συυυυ;;;” επιμένει η κυρία Ζηνοβία φωνάζοντας “άσε με, άσε με γιατί μου κρατάς το χέρι”, “Ζηνοβία μου αγάπη μου ησύχασε, ησύχασε ο Αριστείδης είμαι Ζηνοβία, ο Αριστείδης σου” έκανε ο κύριος Αριστείδης, όσο πιο ήρεμα και καθησυχαστικά μπορούσε, γυρίζοντας και γύρω του, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί με το βλέμμα στον κόσμο που κοίταζε αδηφάγα το συμβάν. “Δε σε ξέρω, δε σε ξέρω άσε μεεε” να ωρύεται η κυρία Ζηνοβία και ο κύριος Αριστείδης να της αφήνει το χέρι και να προσπαθεί να την αγκαλιάσει.
Ο κόσμος καταλαβαίνοντας αρχίζει να ψιλογελά κι εκείνη τη στιγμή η κυρία Ζηνοβία σηκώνει τη δερμάτινη τσάντα της κι αρχίζει να χτυπά στο μπράτσο τον κύριο Αριστείδη: “Άσε με ά σ ε μ ε”. Αυτός σκυφτός απομακρύνεται λίγο, χωρίς να την αφήνει, ο κόσμος πια να γελάει αδιάκριτα “δως του γιαγιά!”. Ο κύριος Αριστείδης συντετριμμένος κοιτάζει γύρω του. Με αστείρευτη υπομονή σκύβει, πιάνει απαλά το χέρι που κρατά το μπαστούνι και το φιλά “έλα αγάπη μου πάμε, πάμε Ζηνοβία μου, πάμε…”. Την αγκαλιάζει από το πλάι, φέρνει το μάγουλό του ν’ αγγίξει το δικό της κι αρχίζουν να περπατάνε αργά, με την κυρία Ζηνοβία ν’ακούγεται ακόμα καθώς απομακρύνονταν. Μαζί της σαν ν’ακουγόταν και μια μελωδία. Απαλή και μπάσα.

(πρώτη γραφή 17/10/2016)

Άφησε ένα σχόλιο