Λοιπόν, αυτός είναι ο Μαθιός. Ο Μαθιός βγήκε ασθμαίνοντας από το σακίδιό μου, μόλις το άνοιξα να πάρω κάτι μες τον προαστιακό του Βερολίνου. Που σημαίνει πως ο Μαθιός υπήρξε- ηθελημένα;- λαθρεπιβάτης από την Αθήνα.
Βγήκε, σκαρφάλωσε αμέσως πανω μου, χέρια, ποκάμισο, παντελόνι, ξανά χέρια, εμφανώς ταραγμένος μέχρι που σταμάτησε ανάμεσα στα δάχτυλά μου να πάρει μιαν ανάσα. Εκεί κάπου επειδή έπρεπε να κατέβουμε τον απόθεσα συντροφικά στον ιμάντα του σακιδίου, από όπου δεν κουνήθηκε ούτε όταν του πρόσφερα ντονέρ κάπου κοντά στο σπίτι. Προτίμησε τη σιγουριά και την οικεία μυρωδιά του σακιδίου (της πατρίδας), από οποιαδήποτε προσπάθεια να πετάξει και να βρει την τύχη του. Τρομοκρατημένος τιναζόταν ελαφρά σε κάθε μαλακό δικό μου βήμα μέχρι το σπίτι. Εκεί, αφού άφησε μια πιθανή κουτσουλιά στον ιμάντα, πείστηκε από το δείκτη μου και τον αντίχειρα να δοκιμάσει τις ακόμα καλοκαιρινές μυρωδιές των βόρειων λουλουδιών μου. Από ένα μπαλκόνι στο Μαρούσι, σε ένα μπαλκόνι του Πρέντσλαουερ μπεργκ.