Κεφάλαιο Α
Αύγουστος. Ο τελευταίος μήνας τού καλοκαιριού με βρίσκει στο πανέμορφο νησί της Ύδρας, όπου εξαντλώ τις τελευταίες μέρες των διακοπών μου.
Μένω στο σπίτι της θείας μου της Ελένης στο χωριουδάκι Βλυχός, που είναι ένας παράδεισος τόσο κοντά στην Αθήνα.
Η ανατολή τού ήλιου με βρίσκει ξύπνιο εκείνο το πρωϊνό τού Αυγούστου. Οι αδύναμες ηλιαχτίδες διαπερνούν τις φυλλωσιές των πεύκων και λούζουν με φως κάθε γωνιά της αυλής. Η θάλασσα γαλήνια απλώνεται μπροστά μου. Την ηρεμία αυτή τη διαταράσσει μόνο ο απόηχος των ψαροκάϊκων που περνούν στ’ανοιχτά και πάνε να μαζέψουν τα δίχτυα που ρίξαν αποβραδίς.
Συλλογίζομαι με πόση δυσκολία θ’αφήσω αυτό το μαγευτικό μέρος και θα ξαναγυρίσω στο άγχος της τσιμεντούπολης. Δυστυχώς όμως όλα τα ωραία πράγματα κάποτε τελειώνουν. Αλλά δεν πρέπει να το σκέφτομαι αυτό, παρά να προσπαθώ να εκμεταλλευτώ και την παραμικρή στιγμή της παραμονής μου εδώ πέρα.
Ο ήλιος έχει διανύσει μια σημαντική απόσταση από το ημερήσιο ταξίδι του, καθώς ένας κοντινός θόρυβος από τη μηχανή μιας βάρκας μου τραβάει την προσοχή. Ρίχνω το βλέμμα προς την προβλήτα και βλέπω μια βαρκούλα να πλησιάζει. Είναι η βάρκα του καπταν-Αντώνη που μεταφέρει τον κόσμο από τη Χώρα στο Βλυχό.
Κατεβαίνω τρέχοντας στην προβλήτα φωνάζοντας συνάμα και τους δυο φίλους μου το Θοδωρή και το Γιάννη.
Βοηθώ στο άραγμα με τα παιδιά φροντίζοντας να μη χτυπήσει η βάρκα αλλά να μπορούν να κατεβούν οι επιβάτες.
-Γεια σου κυρ-Αντώνη.
-Γεια σας παιδιά, τι έγινε πιάσατε κανά χταπόδι σήμερα.
-Ο Θοδωρής έβγαλε τρία κι εγώ κανά δυο.
-Μπράβο, μπράβο, είπε ο βαρκάρης ρίχνοντάς μας ένα καλωσυνάτο χαμόγελο.
Και ξαφνικά η καρδιά μου αναπήδησε Μέσα στη βάρκα καθόταν ένας ξανθός άγγελος με τη μορφή κοριτσιού. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια από πάνω της. Ήταν ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας κάνοντάς με να φαντάζω γελοίος μπροστά της. Μόλις την είδα να σηκώνεται έσπευσα να τη βοηθήσω να βγει από τη βάρκα. Μ’ευχαρίστησε μ’ένα χαμόγελο.
Καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω απελπισμένος γιατί δεν μπορούσα να την πλησιάσω άκουσα να συζητά με τους γονείς της:<<Και τώρα ποιον θα ρωτήσουμε για τα διαμερίσματα;>>
Τότε μπήκα στη μέση και είπα:
-Αφήστε με να σας δείξω το δρόμο.
-Να μη σε βάζουμε σε κόπο, είπε ο πατέρας.
-Τι λέτε; Ευχαρίστησή μου.
Έτρεξα αμέσως και πήρα τη βαλίτσα του κοριτσιού λέγοντας <<Πάμε;>>
Στο δρόμο άνοιξα συζήτηση σχετικά με το μέρος πλέκοντας ένα εγκώμιο για το χωριουδάκι.
Όλα έδειχναν ενδιαφέρον και ιδιαίτερα το κορίτσι που όπως έμαθα αργότερα λεγόταν Κλέλια.
Καθώς περπατούσαμε παρατηρούσα την Κλέλια. Είχε ένα τέλειο πρόσωπο μ’ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά κι ένα καλοφτιαγμένο σώμα και όλη της η διάθεση κι εμφάνιση ενέπνεε εμπιστοσύνη.
Φτάνοντας στα ενοικιαζόμενα σπίτια φώναξα:
-Κυρά-Μαρίνα, επισκέπτες!
-Εντάξει, εντάξει, έρχομαι.
-Σ’ευχαριστούμε πολύ νεαρέ.
-Τίποτα. Αν θέλετε καλή παραλία αυτή του Βράχου είναι η καλύτερη απ’όλες, είπα δείχνοντας προς τη μεριά του σπιτιού μου.
-Ευχαριστούμε.
-Καλή σας διαμονή, είπα κι έφυγα τρέχοντας φωνάζοντας <<γιούπιιι!!!>>
Κεφάλαιο Β
Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Στριφογύριζα συνεχώς στο κρεβάτι και σκεφτόμουν αυτήν.
Ω θεέ μου! Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε. Πρώτη φορά αισθανόμουν έτσι για ένα κορίτσι!
<<Ώστε έτσι λοιπόν είναι να αισθάνεσαι ερωτευμένος;>> αναρωτήθηκα. Η καρδιά μου ανασκιρτούσε καθώς τη σκεπτόμουν όρθια α με κοιτάζει μ΄εκείνο το γλυκό της χαμόγελο…
Ο ύπνος όμως γρήγορα με κατανίκησε και με οδήγησε στο γλυκό κόσμο των ονείρων που κάθε άλλο παρά δυσάρεστα ήταν.
Το επόμενο πρωΐ ξύπνησα ανήσυχος. Μια σκέψη με βασάνιζε! Πώς θα της τραβήξω την προσοχή. Και τότε ήρθε η ιδέα-κλειδί! Θα της έκανα ένα δώρο. Ένα πραγματικό δώρο.Αμέσως κατέβηκα στην παραλία, που εκείνη την ώρα ήταν έρημη. Χωρίς να διστάσω βούτηξα στο παγωμένο νερό. Κοίταζα απεγνωσμένος στο βυθό προσπαθώντας να βρω αυτό που ήθελα. Και τότε το είδα να λάμπει στο βυθό. Ήταν ένα από τα πολύχρωμα κοχύλια που μόνο στη θάλασσα της Ύδρας μπορούσες να βρεις. Χαρούμενος βγήκα στην παραλία και φύλαξα σ’ένα βράχο, με προσοχή, το πολύτιμο θησαυρό μου. Ύστερα ξάπλωσα και περίμενα.
Ο δροσερός αέρας φυσούσε πάνω μου παρασέρνοντας μαζί του και τα τελευταία ίχνη τού νερού που υπήρχαν στο κορμί μου. Άρχισα να κρυώνω·παρ’όλα αυτά περίμενα, περίμενα, ώσπου τελικά η υπομονή μου δικαιώθηκε. Είδα την Κλέλια να κατεβαίνει με τους γονείς της για μπάνιο. Αμέσως έτρεξα κοντά τους και τους καλημέρισα.
-Καλημέρα σας!
-Καλημέρα παιδί μου, απάντησαν οι γονείς της. Το κορίτσι αρκέστηκε σ’ένα κούνημα τού κεφαλιού κι ένα καλωσυνάτο χαμόγελο.
-Δεσποινίς έχω κάτι για σάς, είπα κι έτρεξα να φέρω το κοχύλι αφήνοντάς τους μ’ένα βλέμμα απορίας στα μάτια τους.
-Ορίστε, είπα χαμογελώντας.
Το κορίτσι το πήρε στα χέρια του θαυμάζοντάς το.
-Ω!!! Μα είναι πολύ όμορφο. Σ’ευχαριστώ.
-Τίποτα. Βούτηξα και το βρήκα κατά τύχη τότε σκέφθηκα ότι θα σας αρέσει.
-Πραγματικά πολύ ωραίο, συμπλήρωσε και η μητέρα.
-Κρατήστε το σαν αναμνηστικό από το ταξίδι σας εδώ. Και συμπλήρωσα:
-Τι λέτε; Θέλετε να κάνουμε μπάνιο μαζί;
-Με μεγάλη μου χαρά, αποκρίθηκε.
Τρέχοντας βουτήξαμε στο νερό, φωνάζοντας και οι δύο ότι το νερό είναι παγωμένο. Εκείνες οι στιγμές θα μου μείνουν αξέχαστες. Λέγαμε αστεία μεταξύ μας, γελούσαμε. Είμαστε και οι δύο ευτυχισμένοι.
-Τι λες; Ανεβαίνουμε στο νησάκι; προτείνω.
-Εντάξει.
Γνωρίζοντας πώς ν’ανέβω στο κοφτερό βράχο βρέθηκα πάνω σ’έναν λεπτό. Στη συνέχεια βοήθησα και την Κλέλια ν’ανεβεί.
-Τι λες; Κάνουμε βουτιές; προτείνει.
-Καμμία αντίρρηση.
-Θα βουτήξω από κει, είπε δείχνοντας ένα απότομο σημείο.
-Πρόσεχε.
-Άσε με να στηριχτώ πάνω σου, παρακάλεσε.
-Κρατήσου γερά, της είπα.
Ω θεέ μου! Ένοιωσα τη ζεστασιά του κορμιού της καθώς μ’αγκάλιαζε… Όλα τα σημεία του μ’ακουμπούσαν το ένα μετά το άλλο φουντώνοντας τον πόθο μέσα μου.
Ιδρώτας μ’έλουσε. <<Τι θα κάνω;>>, σκέφθηκα. Δεν άντεχα άλλο, Τι…
-Δες με τώρα, είπε και βούτηξε.
Ήταν σαν μία γοργόνα που ξαναβρισκόταν στο στοιχείο της. Βούτηξα κι εγώ γελώντας.
Ύστερα ξαναγυρίσαμε στη παραλία κι εκεί χωριστήκαμε δίνοντας ραντεβού για το απόγευμα.
Το μεσημέρι ανέβηκα στο καταφύγιό μου στο μεγάλο πεύκο όπου ξάπλωνα και ηρεμούσα.
Το μυαλό μου έκανε σχέδια για τον απογευματινό μας περίπατο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Γρήγορα όμως το απαλό θρόϊσμα τών φύλλων και το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών με αποκοίμισαν.
Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμήθηκα. Ξαφνικά όμως, ομιλίες με ξύπνησαν:
-Και θα μείνετε καιρό;
-Ναι, καμμιά βδομάδα.
Η μία φωνή ήταν της θείας μου και η άλλη μου φάνηκε γνωστή. Σκύβω από το δέντρο και βλέπω…
Ω Θεέ μου!!! Η Κλέλια!
Με είχε πάρει ο ύπνος και ξέχασα τον περίπατο. Αμέσως με γρήγορες κινήσεις κατέβηκα από το δέντρο και την χαιρέτησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα.
-Άργησα ε;
-Όχι, όχι. Δεν τρέχει τίποτα.
-Περίμενε να ετοιμαστώ, είπα κι έφυγα τρέχοντας.
Σε λίγο περπατούσαμε μαζί στο παραθαλάσσιο μονοπάτι. Μιλούσαμε για τη θάλασσα κι εγώ της έλεγα διάφορες ιστορίες για ναυάγια που έγιναν σ’αυτή την περιοχή, άλλα μυθικά κι άλλα πραγματικά. Καθώς μιλούσαμε αισθάνθηκα το χέρι της να πιάνει το δικό μου, και τα δάχτυλά μας να ενώνονται τρυφερά.
Η φωνή μου τρεμούλιασε, αλλά συνέχισα τη συζήτηση. Ξαφνικά ένιωσα το χέρι της να μου αγγίζει το σώμα σε μια παράκληση να σταματήσω. Απαλά μου χάϊδεψε τα χείλη κοιτάζοντάς με τρυφερά. Ύστερα πλησίασε σιγά-σιγά το πρόσωπό μου. Τα χείλη μας ενώθηκαν σ’ένα ατέλειωτο φιλί.
Αγκαλιασμένοι καθήσαμε στο τειχάκι του δρόμου βλέποντας και οι δύο τον κόκκινο ήλιο που έδυε δίνοντας ένα μοναδικό χρώμα στον ουράνιο θόλο. Στον ουρανό μόνο ένα μικρό συννεφάκι ήταν. Το λυπόμουν! Πόσο μόνο θα ήταν εκείνη τη στιγμή. Είναι άσχημο πράγμα η μοναξιά. Τώρα ούτε εγώ είμαι μόνος.
Έχω την Κλέλια.
Μπήκα στο σπίτι σφυρίζοντας.
-Μπα, πώς έτσι κεφάτος; ρώτησε η θεία μου.
-Ά! τίποτα συγκεκριμένο.
-Πάμε να μαζέψουμε αχινούς;
-Μπα! άστο γι’αύριο.
-Εγώ πάντως πάω.
Εκείνη τη στιγμή προτιμούσαν κλειστώ στις σκέψεις μου. Συνεχώς αναρωτιόμουν! Μήπως η Κλέλια έπαιξε κανένα παιχνίδι για να διασκεδάσει την πλήξη της; Αλλά όχι! Τι στο καλ! Η αγάπη μου γι’αυτήν δεν πιστεύω να με τύφλωνε τόσο, ώστε να μην το καταλάβω. Παρ’όλα αυτά ήμουν σ’επιφυλακή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
Το απόγευμα πήγα να δω τους φίλους μου.
-Τι νέα παιδιά;
-Μας ξέχασες μου φαίνεται, είπε Γιάννης, παίρνοντας εκείνο το πονηρό του χαμόγελο.
-Μη λες κουταμάρες. Απλώς κάτι δουλειές με ανάγκασαν…
-Η ξανθιά εννοείς, συμπλήρωσε ο Θοδωρής κλωτσώντας τη μπάλλα του.
-΄Ελα τώρα σε καταλάβαμε, είπε ο Γιάννης σπρώχνοντας τον ώμο μου και κλείνοντάς μου το μάτι.
-Να σας πω την αλήθεια, εγώ και η Κλέλια…
<<Ζήτω!!!>> είπαν πανηγυρίζοντας τα δύο αδέλφια.
-Λοιπόν σήμερα θα κατέβουμε στη Χώρα να το γιορτάσουμε.
-Βρε παιδιά δεν…
-Τέλειωσε! Σήμερα στις 7 φεύγουμε για Χώρα.
αφού συμφωνήσαμε πήγα να το πω στην Κλέλια η οποία δέχτηκε με χαρά.
Στις 7, με τη βάρκα του καπταν-Αντώνη-η οποία τραντάζεται από τα τραγούδια-μπαίναμε στο λιμάνι της Ύδρας που εκείνη την ώρα είχε κοσμοσυρροή
*Γράφτηκε πιθανότατα το καλοκαίρι του 1983 από τον 14χρονο εαυτό μου. Το ξέθαψα έτσι όπως το παραθέτω, ημιτελές.
Ταξίδεψα στον χρόνο?
Εγώ να δεις όταν το ανακάλυψα καταχωνιασμένο σε μια παλιά σάκα. 🙂